heal.abstract |
Στο ακρωτήριο ο περίπατος κλείνει, τα βήματα σταματούν και κοιτώντας πίσω κοιτάζουμε τι ο νους προσπαθεί να συνοψίσει. Με άλλα λόγια, ο χώρος μόλις οικειοποιηθεί και αποκτήσει κάποια ιδιαίτερη αξία για κάποιον γίνεται τόπος. Ο τόπος είναι ένα ολικό ποιοτικό φαινόμενο που δεν μπορούμε να το εξετάσουμε αποσπασματικά. Οι δυο έννοιες είναι ικανές να φέρουν και να γεννήσουν βαριά νοήματα κάθε φορά που σκεφτόμαστε για αυτά. Η εμπειρία και τα βιώματα είναι βασικές διαδικασίες αναγνώρισης, οικειοποιήσης, ιδιοποίησης ενός τόπου. Ωστόσο οι εμπειρίες είναι αυτές που διαμορφώνουν την ταυτότητα μας είναι με άλλα λόγια άρρηκτα συνδεδεμένη με τον εκάστοτε τόπο, με τον οποίο είμαστε προσκολλημένοι, όπως ένα παιδί προσκολλάται στην μητέρα του. Αυτή του παρέχει την ασφάλεια και του καλύπτει τις βασικές ανάγκες φυσικές και συναισθηματικές, το ίδιο κάνει και ο τόπος στον άνθρωπο. Άρα το ποιοι είμαστε αναπόδραστα συσχετίζεται με τον τόπο που οικειοποιούμαστε και θεωρούμε “δικό μας”.
Η προσκόλληση σε έναν τόπο είναι μια ικανή διεργασία να αναπτύξει κάποιος της ταυτότητα του και κατ επέκταση, την ταυτότητα του κάθε τόπου. Παράλληλα, άλλες διεργασίες όπως αυτή την αντίληψης του άλλου, της εξωτερικής ομάδας, έρχεται να ενισχύσει τοπικές ταυτότητες και να προσφέρει υποδιαιρέσεις στο εσωτερικό. Το νησί διαιρείται σε χωριά, τα χωριά, σε γειτονιές και σόγια, παρέχοντας μια κοινωνική οργάνωση η οποία ωστόσο εκφράζεται και χωρικά.
Ισχυρή παρουσία στην διαμόρφωση της ταυτότητας και βασικό συστατικό των παραπάνω είναι η μνήμη και πως κάθε ομάδα τη διαχειρίζεται. Είναι ίσως το ισχυρότερο όπλο στην διαμόρφωση και κατασκευή ταυτοτήτων. Η μνήμη είναι μια κατασκευή του παρόντος που αναφέρεται στο παρελθόν. Είναι αυτή που μας προσφέρει τη συνέχεια του εαυτού μας, παράλληλα διαμορφώνει και τη συλλογική ταυτότητα μιας ομάδας
Όσο η διαχείριση της μνήμης είναι στα χέρια των αναλογικοτήτων, αυτές, υπόρρητα είναι υπεύθυνες για να εξιστορήσουν και να πουν ποιες είναι, αφού το τι θα θυμηθούν και τι θα ξεχάσουν έχει διηθηθεί και οριοθετηθεί από το ίδιο το κοινωνικό σύνολο, το οποίο αποδέχεται ή απορρίπτει μνήμες, τι οποίες ενσωματώνει στην αφήγηση της ιστορίας του. Τι συμβαίνει όταν αυτό σταματάει να υφίσταται; δηλαδή όταν πια η ρουτίνα αυτής της ομάδας δεν έχει ένα κοινό γνώμονα; με άλλα λόγια με την απώλεια της αγροτικής κουλτούρας ένα μεγάλο ενιαίο σώμα που μοιράζονταν κοινό βίο ξαφνικά σταματά να το κάνει και οι άνθρωποι σταδιακά καλούνται να ζήσουν “μόνοι” τους, Πλέον το εγώ υπερθεματίζεται κατά του εμείς. Η πολυφωνία όσο δελεαστική και να είναι, δημιουργεί μια περίπλοκη διαδικασία στην διαμόρφωση της ταυτότητας. οι ενδεχομενικότες αυξάνονται και το ίδιο και ο βαθμός δυσκολίας.
Όσο οι άνθρωποι απομακρύνονται από το παρελθόν τους τόσο περισσότερο το ερευνούν και θέλουν να μάθουν γι' αυτό, διότι το παρόν τους φαίνεται ανοίκειο χωρίς κάποια δυνατή συλλογικότητα να βασιστούν. Σε αυτό το σημείο εμφανίζεται η πολιτισμική κληρονομιά που έρχεται να παρουσιάσει τεκμήρια που αφορούν αυτή την αναζήτηση. Η επιλογή των συγκεκριμένων τεκμηρίων έναντι άλλων είναι μια διαδικασία στην οποία λανθάνουν οικονομικά και πολιτικά συμφέροντα και ζητήματα. Όποτε πλέον στο κομμάτι της διαμόρφωσης της ταυτότητα μπαίνει το κομμάτι καθαρά της κατασκευής. Επιλέγουμε στο παρόν αυτούς τους τόπους που είναι ικανοί να εξιστορήσουν το παρελθόν που θέλουμε να τονίσουμε πως μας ανήκει και μας παρέχει μια συνέχεια. Η επιτάχυνση της ιστορίας τον τελευταίο αιώνα έχει φέρει σε μετέωρη θέση πολλές κοινωνίες, που ψάχνουν να επαναπροσδιορίσουν τον εαυτό του.
Αυτό συμβαίνει και στην Κύθνο. Το σώμα του ταλαντεύεται μεταξύ παρελθόντος και παρόντος. Η νοσταλγία του πρώτου το τοποθετεί σε ένα βάθρο, εκφράζοντας μια δυσαρέσκεια για το τώρα. Ο σύγχρονος κόσμος είναι καταδικασμένος να ζει στη μνήμη για να νιώσει μια γνωστή θέρμη και μια ασφάλεια που το παρόν του την έχει αρπάξει. Αυτή η νοσταλγία τον καταδικάζει σε μια μίμηση του παρελθόντος χωρίς να τον βοηθάει να δράσει δημιουργικά στο παρόν και να παράξει νέα πράγματα κληροδοτήματα. Βέβαια, αυτό το το βασικό του άγχος είναι και η τροχοπέδη του.
Αν θα μπορούσαμε να συμπεράνουμε κάτι από αυτή τη διάλεξη είναι το ότι τίποτα δεν είναι στατικό, ο άνθρωπος και ο τόπος έχουν ένα ρυθμό μεταβολής, οποίος πριν τον εικοστό αιώνα ήταν σταθερός, πλέων όμως κανείς δεν μπορεί να διακρίνει το υπέρογκο μέγεθός του. Ο άνθρωπος ωστόσο είναι αυτός που ορίζει αυτόν το ρυθμό και αυτό μάλλον που θέλει να πει η διάλεξη είναι ότι η παύση είναι απαραίτητη, αναγκαία αν όχι επιτακτική. Ο σύγχρονος άνθρωπος τη χρειάζεται ώστε να καταλάβει τι έχει κάνει, να ασκήσει μια κριτική στο εαυτό του αλλά και σε οτιδήποτε καταναλώνει, από κάτι βρώσιμο μέχρι μια ταυτότητα η οποία έχει κατασκευαστεί για αυτόν. |
el |