heal.abstract |
Σκοπός και πρωτοτυπία της παρούσας διδακτορικής διατριβής είναι η διαμόρφωση μιας αξιόπιστης και εύχρηστης μεθοδολογίας χαρακτηρισμού χάρτινων υποστρωμάτων, και ειδικότερα μιας μεθοδολογίας μη επεμβατικού ελέγχου αυθεντικότητας έργων υδατογραφίας βάσει του χάρτινου υποστρώματος, με εφαρμογή σε έργα υδατογραφίας ελλήνων ζωγράφων του τέλους του 19ου και των αρχών του 20ου αιώνα.
Στο θεωρητικό μέρος γίνεται αρχικά αναφορά στα ιδιαίτερα χαρακτηριστικά που παρουσιάζει το καλλιτεχνικό χαρτί και κυρίως το χαρτί υδατογραφίας. Περαιτέρω, πραγματοποιείται καταλογογράφηση χαρτιών υδατογραφίας που ήταν διαθέσιμα στο παρελθόν στον ευρωπαϊκό χώρο, καθώς και σύγχρονων εμπορικώς διαθέσιμων προϊόντων. Επίσης, πραγματοποιείται βιβλιογραφική ανασκόπηση αναφορικά με ιστορικά στοιχεία χαρτοποιίας και χρήσης αντίστοιχων υλικών. Τα παραπάνω βιβλιογραφικά δεδομένα μπορούν να αποτελέσουν πολύτιμα εργαλεία κατά τον χαρακτηρισμό και τον έλεγχο αυθεντικότητας έργων υδατογραφίας βάσει του χάρτινου υποστρώματος, πχ. με την αποκάλυψη αναχρονισμών. Επίσης, πραγματοποιείται μία θεωρητική προσέγγιση στο θέμα της αυθεντικότητας ειδικότερα των έργων τέχνης σε χαρτί, καθώς και σε συνήθεις τεχνικές που χρησιμοποιούν οι πλαστογράφοι.
Στο πλαίσιο του πειραματικού μέρους, εκτός από τα υποστρώματα αυθεντικών έργων υδατογραφίας που εξετάσθηκαν, κατασκευάσθηκε μία πλήρης πρωτότυπη σειρά δειγμάτων αναφοράς σύμφωνα με συνταγές που αναφέρουν οι πλαστογράφοι έργων τέχνης, και συναντούν συχνά κατά την έρευνά τους οι επαγγελματίες των μουσείων.
Αναφορικά με τις μεθόδους ανάλυσης που εφαρμόσθηκαν, με βάση και τη διεθνή βιβλιογραφία, βασικά κριτήρια επιλογής αποτέλεσαν η προσβασιμότητα του εξοπλισμού από εργαστήρια μουσείων και η ευχρηστότητα, αλλά κυρίως ο μη επεμβατικός χαρακτήρας των διαδικασιών.
Η ολοκληρωμένη μεθοδολογία μη επεμβατικού χαρακτηρισμού και ελέγχου αυθεντικότητας έργων υδατογραφίας βάσει του χάρτινου υποστρώματος, όπως διαμορφώθηκε στο πλαίσιο της παρούσας εργασίας περιλαμβάνει αρχικά την εφαρμογή απεικονιστικών τεχνικών και χρωματομετρίας σε συνδυασμό με μακροσκοπική παρατήρηση, για την περιγραφή, την τεκμηρίωση και την προκαταρκτική μελέτη των εξεταζόμενων υποστρωμάτων.
Κατά την κυρίως διαγνωστική διαδικασία, η μη επεμβατική Οπτική Μικροσκοπία Ορατού και η Μικροσκοπία Φθορισμού (συμπεριλαμβανομένης και της in-situ Μικροσκοπίας Φθορισμού) αποδεικνύεται πως πρέπει να αποτελούν το βασικό κομμάτι της μεθοδολογίας. Το επιμέρους πρωτόκολλο μικροσκοπικής παρατήρησης χάρτινων υποστρωμάτων έργων υδατογραφίας περιλαμβάνει τη λήψη εικόνων υπό συγκεκριμένες συνθήκες και μεγεθύνσεις, την ποσοτικοποίηση και εξαγωγή χρωματικών δεδομένων από τις εικόνες μικροσκοπίας, τεχνική που αποτελεί επίσης πρωτοτυπία της παρούσας εργασίας, και την αναπαράσταση και στατιστική επεξεργασία των αποτελεσμάτων. Το πρωτόκολλο αυτό αποδεικνύεται ικανό και επαρκές να διαφοροποιήσει γηρασμένα και αγήραστα χάρτινα υποστρώματα υδατογραφίας, ακόμα και αν τα τελευταία έχουν υποστεί κάποια κατεργασία «πλαστογράφησης» εκτός από τεχνητή γήρανση. Περαιτέρω, με τη στατιστική επεξεργασία των εικονιστικών αποτελεσμάτων βάσει χρωματικών συντεταγμένων, και ειδικότερα με την τεχνική της ιεραρχικής ομαδοποίησης (hierarchical clustering) βάσει της μεθόδου Ward με ευκλείδεια μέτρηση απόστασης, διαμορφώνονται δενδρογράμματα (cluster dendrograms), με διακριτούς κλάδους στους οποίους ταξινομούνται «αυτόματα» τα δείγματα αναφοράς και τα υποστρώματα των αυθεντικών έργων υδατογραφίας βάσει των δεδομένων χρώματος. Τα δενδρογράμματα που προκύπτουν, μπορούν με τη σειρά τους να αποτελέσουν δεδομένα αναφοράς, για την ταξινόμηση σε αυτά ενός υπό διερεύνηση χάρτινου υποστρώματος.
Στο επόμενο στάδιο, η χρησιμότητα της Φασματοσκοπίας Υπερύθρου και ειδικότερα της Φασματοσκοπίας ATR προς την κατεύθυνση του μη επεμβατικού χαρακτηρισμού και ελέγχου αυθεντικότητας υποστρωμάτων έργων υδατογραφίας αποδεικνύεται πολλαπλή. Αρχικά, μέσω της απόδοσης κορυφών, μπορεί να επιτευχθεί ταυτοποίηση των υλικών κατασκευής, η χρήση των οποίων θα πρέπει να συμφωνεί με βιβλιογραφικά δεδομένα που αναφέρονται στον χρόνο και στο χώρο που «υποθετικά» αποδίδεται το έργο. Ταυτόχρονα, τα αποτελέσματα συμβάλλουν, μαζί με τα μακροσκοπικά μορφολογικά χαρακτηριστικά, στην κατάρτιση του «δειγματολογίου» των χαρτιών υδατογραφίας που χρησιμοποιούσε κάθε καλλιτέχνης, κατ’ αντιστοιχία της παλέτας του. Περαιτέρω, από τα φάσματα υπερύθρου λαμβάνονται ενδείξεις σχετικά με το επίπεδο φθοράς του χάρτινου υποστρώματος και τον επικρατούντα μηχανισμό γήρανσης. Ειδικότερα, διαπιστώνεται πως μπορεί να επιτευχθεί διαφοροποίηση μεταξύ φυσικά γηρασμένα από τεχνητά γηρασμένα χάρτινα υποστρώματα που έχουν υποστεί ξηρή θέρμανση σε θερμοκρασία >100οC, ενώ μπορούν να διαφοροποιηθούν και φυσικά γηρασμένα από ορισμένα χάρτινα υποστρώματα που έχουν υποστεί τεχνητή γήρανση υπό την επίδραση θερμοκρασίας – υγρασίας.
Επίσης, από την εφαρμογή της ολοκληρωμένης μεθοδολογίας χαρακτηρισμού και ελέγχου αυθεντικότητας μπορούν να εξαχθούν ταυτόχρονα ποικίλα συμπεράσματα, σχετικά με την εκδήλωση και την πρόοδο της φθοράς του χαρτιού υδατογραφίας υπό συνθήκες φυσικής και τεχνητής γήρανσης.
Τα αποτελέσματα εφαρμογής της ολοκληρωμένης μεθοδολογίας αποτελούν ενδείξεις, οι οποίες καλούνται να συναξιολογηθούν με παρατηρήσεις που προκύπτουν από τη φυσικοχημική μελέτη της τεχνικής και των υλικών της ζωγραφικής, καθώς και τη μελέτη που διεξάγει ο ιστορικός τέχνης αναφορικά με την τεχνοτροπία και τα ιστορικά στοιχεία του έργου (προέλευση, κ.λπ.). |
el |