heal.abstract |
Η διδακτορική διατριβή επιχειρεί να αποκρυπτογραφήσει τη μοντερνιστική παράδοση της Αρχιτεκτονικής Σχολής του Εθνικού Μετσοβίου Πολυτεχνείου, μελετώντας την περίπτωση του καθηγητή της Ιωάννη Δεσποτόπουλου. Ιχνηλατώντας τον Jan Despo – όπως είναι γνωστός εκτός Ελλάδας – στις χώρες από τις οποίες πέρασε, η έρευνα τεκμηριώνεται από μία πληθώρα μοναδικού αρχειακού υλικού από αρχεία της Ελλάδας, της Γερμανίας, της Ελβετίας και της Σουηδίας και αναλύει τις διαμορφωτικές δυνάμεις που επέδρασαν στη διανοητική πορεία του Δεσποτόπουλου.
Η έρευνα της διατριβής έδειξε ότι ο ελληνικός τίτλος «Η Οργανική Πόλις» του 4ου CIAM του 1933 αποτέλεσε μια συνειδητή επιλογή απόδοσης του «Functional City», η οποία συνδέεται με το πνεύμα της εποχής του μεσοπολέμου, στις γερμανόφωνες προπάντων χώρες. Στη μελέτη της ‘οργανικής πόλης’ αναζητήθηκε το περιεχόμενο και το νόημα του οργανικού στην αρχιτεκτονική. Στη διατριβή αναλύεται ο τρόπος με τον οποίο συνδέεται συχνά ο εξπρεσιονισμός με το οργανικό στην αρχιτεκτονική, διαπιστώνοντας τη γενική ασάφεια και των δύο αυτών όρων στην αρχιτεκτονική ιστοριογραφία. Οι δύο αυτοί όροι (εξπρεσιονισμός-οργανικό) τοποθετούνται κυρίως στον αντίποδα του φονξιοναλισμού/λειτουργισμού ή του ρασιοναλισμού στην αρχιτεκτονική. Η αντιθετική αυτή θεώρηση αμφισβητείται στη διατριβή, αναδεικνύοντας τη σχέση του οργανικού με το λειτουργικό και το ορθολογικό, όχι πλέον ως στατικά αντίθετες έννοιες, αλλά ως συμπληρωματικές ή και εναλλάξιμες – όπως υποδεικνύει η επιλογή του όρου ‘οργανική πόλη’ ως απόδοση του ‘functional city’.
Το καθολικό πνεύμα είναι για το Δεσποτόπουλο άλλη μία κεντρική έννοια, η οποία εμπεριέχει το στοιχείο της κοινότητας, που συγκροτείται από μία κοινή πίστη. Θεωρούσε ότι ζητούμενο για τον αρχιτέκτονα-πολεοδόμο είναι να εκφράσει τέτοιες καθολικές ιδέες, που διαπνέουν τις κοσμοθεωρητικές, όπως τις ονομάζει, εποχές. Το καθολικό αυτό πνεύμα εκφράζεται σε τρία επίπεδα. Το πρώτο έχει να κάνει με την αναφορά στο γενικό, έναντι του ειδικού. Ο Δεσποτόπουλος θεωρούσε βαρύνουσας σημασίας την αμφίδρομη σχέση ειδικού-γενικού. Τόνιζε ότι, ακόμα και όταν ασχολείται κανείς με το ειδικό, θα πρέπει να παρακολουθεί το ευρύτερο, καθολικό φαινόμενο, σε μία συνεχή διαλεκτική κίνηση από το ειδικό στο γενικό, αλλά και αντίστροφα. Το δεύτερο επίπεδο του καθολικού πνεύματος, που σχετίζεται και με το πρώτο, αφορά τη συνεργατική κοινότητα, στα πρότυπα των παραδοσιακών συντεχνιών και εργαστηρίων. Στα πλαίσια αυτού του καθολικού πνεύματος του εργαστηρίου έβλεπε ο Δεσποτόπουλος την ενότητα, τη συνένωση της προσωπικής εργασίας σε οργανικό σύνολο μέσα από ένα κοινό, καθολικό πνεύμα εργασίας. Το τρίτο, τελευταίο και γενικότερο επίπεδο καθολικού πνεύματος είναι αυτό που χαρακτηρίζει το λαό – κυρίως στις κοσμοθεωρητικές εποχές, αυτές δηλαδή που χαρακτηρίζονται από μία έντονη κοσμοθεωρητική πίστη. Ο Δεσποτόπουλος δεν αντιλαμβάνεται το “λαό” στο στενό εθνικό πλαίσιο, αλλά στο ευρύτερο πλαίσιο του νέου καθολικού – όπως το ονομάζει – πνεύματος, που καθιστά το λαό και τον πολιτισμό του διεθνή.
Μέσα στο νέο αυτό καθολικό πνεύμα της εποχής, ο ρόλος του αρχιτέκτονα-πολεοδόμου αποτελεί βασικό ζητούμενο. Ο Δεσποτόπουλος απορρίπτει το αναγεννησιακό πρότυπο του αρχιτέκτονα-δημιουργού (εν είδει θεού), ως ατομιστικό φαινόμενο και κατάπτωση, αντιπροτείνοντας σε αυτό τον αρχιτέκτονα-ερμηνευτή, ο οποίος αποτελεί αναπόσπαστο, οργανικό μέλος της κοινωνίας. |
el |