HEAL DSpace

Αναλυτική διερεύνηση και συγκριτική αξιολόγηση περιβαλλοντικών και κοινωνικών επιδόσεων της βιομηχανίας στην Ελλάδα και την Ευρωπαίκή Ένωση

Αποθετήριο DSpace/Manakin

Εμφάνιση απλής εγγραφής

dc.contributor.author Κοπίδου, Δήμητρα el
dc.contributor.author Kopidou, Dimitra en
dc.date.accessioned 2017-09-19T08:13:11Z
dc.date.available 2017-09-19T08:13:11Z
dc.date.issued 2017-09-19
dc.identifier.uri https://dspace.lib.ntua.gr/xmlui/handle/123456789/45640
dc.identifier.uri http://dx.doi.org/10.26240/heal.ntua.2758
dc.rights Αναφορά Δημιουργού-Μη Εμπορική Χρήση 3.0 Ελλάδα *
dc.subject ανάλυση αποδόμησης el
dc.subject μεταποιητική βιομηχανία el
dc.subject εκπομπές CO2 el
dc.subject απασχόληση el
dc.subject decomposition analysis en
dc.subject CO2 emissions en
dc.subject employment en
dc.subject manufacturing industries en
dc.subject οικονομική μεγέθυνση el
dc.subject economic growth en
dc.title Αναλυτική διερεύνηση και συγκριτική αξιολόγηση περιβαλλοντικών και κοινωνικών επιδόσεων της βιομηχανίας στην Ελλάδα και την Ευρωπαίκή Ένωση el
dc.title Analytical investigation and comparative assessment of environmental and social performance of the Greek and European industry en
dc.contributor.department Εργαστήριο Βιομηχανικής και Ενεργειακής Οικονομίας el
heal.type doctoralThesis
heal.classification ΑΓΡΟΤΙΚΗ ΟΙΚΟΝΟΜΙΚΗ ΚΑΙ ΟΙΚΟΝΟΜΙΚΗ ΦΥΣΙΚΩΝ ΠΟΡΩΝ, ΠΕΡΙΒΑΛΛΟΝΤΙΚΗ ΚΑΙ ΟΙΚΟΛΟΓΙΚΗ ΟΙΚΟΝΟΜΙΚΗ el
heal.classification ΜΑΚΡΟΟΙΚΟΝΟΜΙΑ: ΚΑΤΑΝΑΛΩΣΗ, ΑΠΟΤΑΜΙΕΥΣΗ, ΠΑΡΑΓΩΓΗ, ΑΠΑΣΧΟΛΗΣΗ, ΚΑΙ ΕΠΕΝΔΥΣΗ el
heal.classification ΜΑΘΗΜΑΤΙΚΕΣ ΚΑΙ ΠΟΣΟΤΙΚΕΣ ΜΕΘΟΔΟΙ el
heal.classification AGRICULTURAL AND NATURAL RESOURCE ECONOMICS; ENVIRONMENTAL AND ECOLOGICAL ECONOMICS en
heal.classification Economic and social development el
heal.classification MATHEMATICAL AND QUANTITATIVE METHODS en
heal.classification Manufacturing industry en
heal.classificationURI http://data.seab.gr/concepts/e73ec3f86e5a8ab72796686ae3fba389ee02681a
heal.classificationURI http://data.seab.gr/concepts/c34eb9007ec5c202960c8efaaad6db90279b8c87
heal.classificationURI http://data.seab.gr/concepts/88fa002e88e316ecf07c85d241f1a23ccd54810d
heal.classificationURI http://data.seab.gr/concepts/e73ec3f86e5a8ab72796686ae3fba389ee02681a
heal.classificationURI http://skos.um.es/unescothes/C01148
heal.classificationURI http://data.seab.gr/concepts/88fa002e88e316ecf07c85d241f1a23ccd54810d
heal.classificationURI http://skos.um.es/unescothes/C02386
heal.access free
heal.recordProvider ntua el
heal.publicationDate 2017-07-10
heal.abstract Οι μεγάλες αλλαγές των τελευταίων ετών έχουν διαμορφώσει ένα νέο τοπίο στην παγκόσμια οικονομία και ένα νέο πλαίσιο άσκησης της βιομηχανικής δραστηριότητας που συνοδεύεται από σημαντικές διαφοροποιήσεις της σχετικής ισχύος των χωρών στο διεθνές εμπόριο. Η ευρωπαϊκή βιομηχανία που κατείχε παραδοσιακά μία ηγετική θέση στην παγκόσμια αγορά βλέπει να αναδύονται νέοι ισχυροί βιομηχανικοί ανταγωνιστές της, κυρίως από αναπτυσσόμενες χώρες. Η στροφή της οικονομίας από τον δευτερογενή προς τον τριτογενή τομέα σε συνδυασμό με τους περιβαλλοντικούς περιορισμούς που είναι ιδιαίτερα αυστηροί για τη βιομηχανία στην ΕΕ-28 δημιουργούν νέες προκλήσεις, αλλά και ευκαιρίες για την ευρωπαϊκή βιομηχανία. Στις πιέσεις αυτές τα τελευταία χρόνια ήρθε να προστεθεί και η οικονομική κρίση που πλήττει τη μεταποίηση περισσότερο από άλλους τομείς της οικονομίας. Ο τρόπος που θα μπορέσει αυτή να ανταποκριθεί στις νέες αυτές απαιτητικές συνθήκες θα έχει σοβαρό αντίκτυπο στην οικονομία, την κοινωνία και το φυσικό περιβάλλον και θα επηρεάσει την πορεία ολόκληρης της ευρωπαϊκής οικονομίας προς τη βιώσιμη ανάπτυξη. Το αντικείμενο της παρούσας διατριβής είναι η αναλυτική διερεύνηση και ερμηνεία της εξέλιξης του τομέα της μεταποίησης των χωρών της ΕΕ-28 και ειδικότερα της Ελλάδας εστιάζοντας στις οικονομικές, περιβαλλοντικές και κοινωνικές τους επιδόσεις και στις μεταξύ τους αλληλεπιδράσεις. Συγκεκριμένα, αναπτύσσεται ένα συνεκτικό μεθοδολογικό πλαίσιο για την ταξινόμηση και την ερμηνεία της εξέλιξης του συνόλου της μεταποίησης και των επιμέρους κλάδων με βάση τις επιδόσεις τους και στις τρεις διαστάσεις της βιώσιμης ανάπτυξης, οι οποίες εκφράζονται μέσα από το ακαθάριστο εγχώριο προϊόν μίας χώρας ή την ακαθάριστη προστιθέμενη αξία ενός κλάδου, τις εκπομπές CO2 και τον αριθμό των απασχολούμενων. Η μεθοδολογική προσέγγιση που αναπτύχθηκε περιλαμβάνει δύο στάδια, αυτό της αποσύνδεσης και αυτό της αποδόμησης. Η χρονική περίοδος που εξετάζεται είναι από το 2000 έως το 2013, ενώ για να διαπιστωθεί η επίδραση της οικονομικής κρίσης χωρίζεται σε δύο διαστήματα, το 2000-2007 και το 2007-2013. Από την εφαρμογή του μεθοδολογικού εργαλείου προκύπτει ότι οι αντιδράσεις στις σύγχρονες προκλήσεις δεν είναι όμοιες σε όλους τους κλάδους, ενώ σημαντικές διαφοροποιήσεις σημειώνονται και μεταξύ των ευρωπαϊκών χωρών. Ωστόσο διακρίνονται κάποιοι κλάδοι που καταφέρνουν στις περισσότερες χώρες να αντιμετωπίσουν με επιτυχία τις προκλήσεις διατηρώντας μία ηγετική θέση στην παγκόσμια αγορά. Μεταξύ αυτών είναι ο κλάδος των Τροφίμων, Ποτών και προϊόντων Καπνού και αυτός της Χημικής και Φαρμακευτικής βιομηχανίας, οι οποίοι εξετάζονται στην παρούσα διατριβή σε μεγαλύτερο viii βάθος. Στον αντίποδα βρίσκονται οι κλάδοι της κλωστοϋφαντουργίας και των μη μεταλλικών ορυκτών προϊόντων που παρουσιάζουν σημαντική υποχώρηση. Στο πρώτο στάδιο της ανάλυσης οι χώρες και οι κλάδοι κατατάσσονται σε διακριτές κατηγορίες με βάση το βαθμό αποσύνδεσης της οικονομικής δραστηριότητας από το ύψος των εκπομπών και την απασχόληση. Ειδικότερα, προκύπτει ότι στο σύνολο της οικονομίας καταγράφεται μία σαφής αποσύνδεση των εκπομπών CO2, ενώ η αποσύνδεση της απασχόλησης είναι πιο περιορισμένη, καθώς οι εξελίξεις των τελευταίων ετών δεν συνεπάγονται απαραίτητα αύξηση της απώλειας θέσεων εργασίας, αλλά μάλλον μετατόπιση της απασχόλησης από τον δευτερογενή προς τον τριτογενή τομέα. Πράγματι, παρατηρείται ότι στον τομέα της μεταποίησης η απασχόληση ακολουθεί μία σταθερά πτωτική πορεία, ανεξάρτητα από την οικονομική μεγέθυνση των κλάδων, τη χώρα μελέτης και τη γενικότερη κατάσταση οικονομίας στην οποία βρίσκεται η κάθε χώρα. Σε ό,τι αφορά στην αποσύνδεση των εκπομπών κατά την πρώτη περίοδο παρατηρείται ότι τόσο στο σύνολο της οικονομίας όσο και στη μεταποίηση, αν και είναι μεγαλύτερη σε σχέση με την απασχόληση, δεν συνεπάγεται απόλυτη μείωση εκπομπών, αλλά περιορισμό του ρυθμού αύξησης σε πολλές από τις εξεταζόμενες χώρες. Τούτο φανερώνει ότι οι οικονομίες της ΕΕ-28 στο σύνολο τους δεν αξιοποίησαν στο έπακρον την περίοδο της οικονομικής ευημερίας για την εφαρμογή μέτρων και πρακτικών ενάντια στην κλιματική αλλαγή. Ωστόσο, την περίοδο της έναρξης της οικονομικής κρίσης, η οποία συμπίπτει με την πρώτη περίοδο ανάληψης υποχρεώσεων των κρατών για μείωση των εκπομπών CO2 σύμφωνα με το Πρωτόκολλο του Κιότο, οι ευρωπαϊκές χώρες φάνηκε ότι έδρασαν αποτελεσματικότερα προς τον περιορισμό των εκπομπών. Για το δεύτερο στάδιο της μεθοδολογικής προσέγγισης αναπτύχθηκαν δύο διαφορετικά μοντέλα αποδόμησης – ονομάζονται Μοντέλο Ι και Μοντέλο ΙΙ – και εφαρμόστηκαν για την αποδόμηση των εκπομπών CO2 και της απασχόλησης. Το Μοντέλο Ι ακολουθεί τα πρότυπα άλλων ερευνών που εντοπίζονται στη διεθνή βιβλιογραφία, ενώ το Μοντέλο ΙΙ προέκυψε ως προϊόν της προόδου της διατριβής και της ανάγκης για μία πληρέστερη κατανόηση των κινητήριων δυνάμεων που καθορίζουν την εξέλιξη των περιβαλλοντικών και κοινωνικών επιδόσεων της μεταποίησης. Η βασική διαφορά τους είναι ότι στο Μοντέλο Ι οι προσδιοριστικοί παράγοντες που σχετίζονται με την οικονομική εξέλιξη αφορούν μόνο τα γενικά χαρακτηριστικά της δομής του παραγωγικού συστήματος, ενώ στο Μοντέλο ΙΙ συμπεριλαμβάνονται και παράγοντες που αντανακλούν την αναδιάρθρωση της παραγωγικής αλυσίδας και πιθανές μετατοπίσεις παραγωγικών δραστηριοτήτων, τον αυξανόμενο ρόλο του διεθνούς εμπορίου, αλλά και διαφοροποιήσεις των καταναλωτικών προτύπων. ix Τα αποτελέσματα από την εφαρμογή του Μοντέλου Ι στο επίπεδο της οικονομίας και της μεταποίησης επιβεβαιώνουν την προφανή σχέση μεταξύ των τριών μεγεθών. Αυτό σημαίνει ότι υπό την υπόθεση ceteris paribus η οικονομική μεγέθυνση οδηγεί σε ανοδική πορεία τις εκπομπές CO2 και την απασχόληση. Από την άλλη πλευρά, οι τεχνολογικές και οργανωσιακές αλλαγές βελτιώνουν την ένταση πόρων (ενέργειας και εργασίας), οι οποίες με την σειρά τους τείνουν να μειώσουν τις εκπομπές CO2 και την απασχόληση. Ο παράγοντας της διάρθρωσης της οικονομίας και της μεταποίησης προκύπτει ότι είναι αρκετά περιορισμένος και στις δύο χρονικές περιόδους μελέτης. Η εφαρμογή του Μοντέλου ΙΙ στις δύο μελέτες περίπτωσης, αλλά και στους υπόλοιπους μεταποιητικούς κλάδους ανέδειξε σημαντικές πτυχές της σύγχρονης πραγματικότητας και την επίδραση της παγκοσμιοποίησης στη μεταποιητική βιομηχανία, οι οποίες δεν φωτίζονται από το συμβατικό μοντέλο αποδόμησης (Μοντέλο Ι). Συγκεκριμένα, για τις δύο μελέτες περίπτωσης, την πρώτη περίοδο οι παράγοντες που καθόρισαν την επιτευχθείσα αποσύνδεση στους δύο κλάδους είναι (α) ο παράγοντας της καταναλωτικής έντασης που φανερώνει τη σταδιακή επικράτηση μίας πιο υπεύθυνης καταναλωτικής συμπεριφοράς και (β) ο παράγοντας της έντασης χρήσης πόρων (ενέργειας και εργασίας) που αντανακλά τις τεχνολογικές εξελίξεις στο επίπεδο της οικονομίας, αλλά και ειδικότερα της μεταποίησης. Τη δεύτερη περίοδο, η εξέλιξη των εκπομπών CO2 και της απασχόλησης και η κατάσταση αποσύνδεσης τους που προκύπτει είναι αποτέλεσμα της συμβολής περισσοτέρων παραγόντων. Διαπιστώνεται ότι παράγοντες που είχαν πολύ μικρή επίδραση την προηγούμενη περίοδο είναι αυτοί που καθόρισαν τις επιδόσεις των κλάδων παραγωγής Τροφίμων, Ποτών και προϊόντων Καπνού και της Χημικής και Φαρμακευτικής βιομηχανίας σε αυτήν την περίοδο. Αυτοί είναι (α) ο παράγοντας της συμβολής της εγχώριας προστιθέμενης αξίας στη συνολική αξία παραγωγής η συμβολή του οποίου αντανακλά την εκχώρηση των λιγότερο παραγωγικών ή/και περισσότερο ρυπογόνων δραστηριοτήτων της παραγωγικής διαδικασίας σε άλλες επιχειρήσεις εκτός κλάδου ή/και χώρας με στόχο την αύξηση της ανταγωνιστικότητας τους και (β) ο παράγοντας της παραγωγικής επάρκειας των κλάδων που επιβεβαιώνει την ενίσχυση της ανταγωνιστικότητας και της εξωστρέφειας των δύο κλάδων. Από τους υπόλοιπους παράγοντες ο παράγοντας της οικονομικής μεγέθυνσης είχε συνήθως αρκετά περιορισμένη επίδραση τόσο στις εκπομπές CO2 όσο και στην απασχόληση των κλάδων. Η σύνθεση του ενεργειακού μίγματος έπαιξε μικρό ρόλο στη μείωση των εκπομπών και στις δύο περιόδους, ενώ ο παράγοντας του συντελεστή εκπομπών CO2 εμφάνισε πιο ενισχυμένη και καθαρά μειωτική συμβολή σε όλες τις χώρες τη δεύτερη περίοδο υποδηλώνοντας την σταθερή στροφή του μίγματος της ηλεκτροπαραγωγής προς καθαρές ενεργειακές μορφές. x Οι χώρες που φαίνεται να αντιμετωπίζουν με μεγαλύτερη επιτυχία τις πιέσεις είναι κυρίως εκείνες που έχουν μία πιο ισχυρή βιομηχανική παράδοση, αλλά πρόσφατα ακολουθούν την ίδια πορεία και άλλες χώρες, όπως η Πορτογαλία και η Εσθονία. Στις χώρες αυτές γίνονται διακριτά κάποια πρότυπα βιομηχανικής συμπεριφοράς που διαφοροποιούνται με όμοιο τρόπο πριν και μετά την κρίση. Ιδιαίτερα τα τελευταία χρόνια, φαίνεται ότι δίπλα στις πιο συμβατικές «αμυντικές» αντιδράσεις απέναντι στις προκλήσεις, κυρίαρχη θέση καταλαμβάνουν ενέργειες περισσότερο «επιθετικές» που αποσκοπούν στην αξιοποίηση των ευκαιριών που προσφέρει η παγκοσμιοποίηση. Η αναδιάρθρωση της παραγωγικής αλυσίδας ορισμένων κλάδων μέσα από την εκχώρηση δραστηριοτήτων με μεγαλύτερη ένταση ενέργειας ή/και ένταση εργασίας σε άλλες εξειδικευμένες επιχειρήσεις εκτός κλάδου και συχνά εκτός χώρας παράγει προϊόντα υψηλότερης προστιθέμενης αξίας μειώνοντας άλλα λειτουργικά κόστη και παράλληλα βελτιώνει το περιβαλλοντικό προφίλ. Το αποτέλεσμα είναι να ενισχύεται η ανταγωνιστικότητα των παραγόμενων προϊόντων και να αυξάνεται η εξωστρέφεια του κλάδου, αλλά και να διατηρούνται ή/και να αυξάνονται οι θέσεις εργασίας σε αυτόν. Η αναδιάρθρωση της παραγωγικής διαδικασίας ταυτόχρονα συνοδεύεται από μία αναθεώρηση των καταναλωτικών προτύπων, καθώς η κατανάλωση δείχνει μία εμφανή τάση αποσύνδεσης από την οικονομική μεγέθυνση. Σε σύγκριση με τις άλλες χώρες η Ελλάδα εμφανίζει σημαντική υστέρηση στην παρακολούθηση των τάσεων που επικράτησαν στην Ευρώπη. Ακόμη και στους δύο κλάδους που αποτέλεσαν τις μελέτες περίπτωσης και οι οποίοι είναι ιδιαίτερα ισχυροί συγκριτικά με τους περισσότερους από τους υπόλοιπους ελληνικούς μεταποιητικούς κλάδους, οι επιδόσεις τους ήταν ιδιαίτερα χαμηλές σε σχέση με τους αντίστοιχους των υπόλοιπων χωρών και δεν χαρακτηρίζονται από δυναμική συμπεριφορά στην κατεύθυνση της ενίσχυσης της εξωστρέφειας. Σε κάθε περίπτωση, παράλληλα με την απολύτως αναγκαία προώθηση βιώσιμων καταναλωτικών προτύπων στην Ελλάδα θα πρέπει να δοθεί έμφαση όχι απλά στην παρακολούθηση των τεχνολογικών εξελίξεων, αλλά στην συστηματική προώθηση καινοτομιών και την αναδιάρθρωση ολόκληρης της παραγωγικής αλυσίδας με στόχο την ενίσχυση της ανταγωνιστικότητας των ελληνικών προϊόντων. Στην κατεύθυνση αυτή κρίσιμη σημασία έχει η διαμόρφωση στοχευμένων πολιτικών σε κλάδους και υποκλάδους στους οποίους η χώρα εμφανίζει ήδη κάποια αξιόλογα συγκριτικά πλεονεκτήματα. Τέλος, συμπεραίνεται ότι το μεθοδολογικό πλαίσιο που αναπτύχθηκε στην παρούσα διατριβή και συγκεκριμένα, η ολοκληρωμένη προσέγγιση δύο σταδίων που υιοθετήθηκε αποτελεί ένα χρήσιμο αναλυτικό και ερμηνευτικό εργαλείο για την κατανόηση της εξέλιξης δεικτών βιώσιμης ανάπτυξης. Επομένως, καθίσταται κατάλληλη για χρήση σε άλλες μελέτες έπειτα από την απαραίτητη διαμόρφωση και προσαρμογή. el
heal.abstract In recent years, major changes have created a new landscape in the global economy and a new framework for industrial activity accompanied by significant variations in the relative strength of countries in international trade. European industry, which has traditionally held a leading position in the global market, is facing newly emerging and strong industrial competitors, mainly from developing countries. The economic shift from the secondary to the tertiary sector along with environmental constraints, particularly severe for industry in the EU-28, have created new challenges and opportunities for European industry. Furthermore, the recent economic crisis and its serious consequences in manufacturing have been added to those challenges. The way that the manufacturing industry deals with these conditions will have a serious impact on the entire economy, society and the natural environment. Ultimately, it will affect the way of the entire European economy towards sustainable development. The objective of this study is to analyse and interpret the evolution of the EU-28 manufacturing sector, focusing on Greece, by examining their economic, environmental and social performance and the interactions between them. In particular, a coherent methodological framework is developed for the classification and interpretation of the evolution of all manufacturing sectors based on their performance in the three dimensions of sustainable development. The three dimensions are here expressed by the gross domestic product of a country or the gross added value of an economic sector, the CO2 emissions and the number of employees in each sector, respectively. The developed methodological framework involves two steps, namely decoupling, and decomposition. The time period under consideration is from 2000 to 2013, which is divided into two intervals, 2000-2007 and 2007-2013, in order to evaluate the impact of the economic crisis. The implementation of the methodological framework showed that the responses to the modern challenges differed between the sectors, while significant variations existed between European countries as well. However, there are some sectors in most of the examined countries that managed to successfully meet the challenges and to maintain a leading position in the global market. Among these are the Food, Beverage and Tobacco Products sector and the Chemical and Pharmaceutical sector, which are the two case studies in focus in this work and are analysed in depth. On the contrary, other sectors such as the textile manufacturing sector and non-metallic mineral products manufacturing sector saw a significantly worsened performance. In the first step of the framework, the decoupling analysis, the examined countries and sectors are classified into distinct categories based on the degrees of decoupling between xii economic activity and carbon emissions, and between economic activity and employment. Particularly, on the level of the entire economy it is shown that to a high degree CO2 emissions are decoupled from economic growth, while the decoupling of employment is more limited. The latter fact reveals that developments during recent years have not necessarily entailed an increase in job losses but rather shifts in employment from secondary to tertiary sector. Indeed, it is noted that employment in the manufacturing sector has been steadily declining regardless of economic growth, the country of study or the general economic condition of each country. Regarding the decoupling of CO2 emissions from economic activity during the first period, a reduction is noted in the growth rate of emissions in many of the examined countries, rather than an absolute reduction, both in the whole economy and in manufacturing. This shows that the EU economies did not fully exploit the period of economic prosperity to implement measures and practices against climate change. However, European countries seemed to have acted more effectively to reduce carbon emissions at the time of the economic crisis, which coincides with the first commitment period of the Kyoto Protocol for the states to reduce CO2 emissions. In the second step of the framework, the decomposition analysis, CO2 emissions and employment are decomposed employing two different decomposition models, here called Model I and Model II. Model I follows a standard set of predefined driving factors, also found in other studies of the international literature, while Model II introduces a set of driving factors that have not been used earlier in relevant studies of Index Decomposition Analysis. These new driving factors added to the conventional decomposition model fill a research gap and fulfil the need for a more thorough and complete understanding of the driving forces that determine the evolution of the environmental and social performance of manufacturing. The main difference of the two decomposition models is that the factors of Model I are related to structure and production aspects of a system, while the factors of Model II includes factors that reflect both production- and consumption-based aspects. The inclusion of such driving factors allows examination of the change in carbon emissions and employment from a consumption perspective and of the response of production to consumers’ demand, as well as the restructuring of the production chain and possible shifts in productive activities, and the increasing role of international trade. The results from the implementation of Model I on the level of economy and manufacturing confirm the expected relationship between the three indicators. This means that the economic growth leads to an upward trend in CO2 emissions and employment, ceteris paribus. On the other hand, technological and organizational changes improve the intensity of resources (energy and labour), which in turn tends to reduce emissions and xiii employment. The structural factor of the economy and of the manufacturing industry appears to be quite limited in both cases and time periods. The implementation of Model II in the manufacturing sector has highlighted important aspects of the modern state of the manufacturing industry and the impact from globalisation. Regarding the two case studies, in the first period, the factors determining the achieved degree of decoupling in the two sectors are (a) the consumption intensity effect that revealed the progressive shift to a more responsible consumer behaviour and (b) the resource intensity effect (energy and labour) that reflected technological developments in the manufacturing production. In the second period, the evolution of CO2 emissions and employment and their degree of decoupling resulted from an aggregated contribution of many more factors. It is noted that factors which had a very small effect in the previous period were those that in the second period determined the environmental and social performance of the Food, Beverage and Tobacco Products sector, and the Chemical and Pharmaceutical sector. One of the two more dominant factors was the contribution of the added value to the total output; its impact reflected a move-out of lower value-added activities and/or more carbon-intensive activities of the production process to other firms and/or other countries in order to increase their competitiveness. The second one was the international trade effect which confirmed the increase of competitiveness and trade openness of the two sectors. Regarding the remaining factors, the activity effect usually had a rather limited impact on both CO2 emissions and employment in the manufacturing sectors. The energy mix effect played a small role in emission reduction in both periods, while the CO2 emissions factor effect showed a stronger and consistently reductive contribution to emissions in all countries in the second period, indicating a steady shift of the electricity mix to clean energy forms. The countries that appeared to face the global challenges more successfully were mainly those which have a strong industrial tradition. However, also other countries, such as Portugal and Estonia, have recently followed a successful path. In these countries, some patterns of industrial behaviour differentiated in a similar way before and after the crisis. Particularly, in recent years, it seems that the manufacturing sectors mostly reacted more "aggressively" to these challenges, which means they aimed at exploiting the opportunities offered by globalisation, instead of keeping a more conventional "defensive" state. Energy-intensive and/or labour-intensive activities seemed to have been moved out to other firms or have been relocated to other countries which improved the environmental profile and reduced costs of the examined sectors. Moreover, it enhanced the competitiveness of their manufactured products, raised the trade openness of these sectors and lastly, maintained, or even increased in some cases, the job positions. The restructuring of the xiv production process is accompanied by a shift of consumer standards, since consumption showed a tendency to decouple from economic growth. Compared to other countries, Greece had a significant lag in monitoring the trends prevailed in the European Union. Even in the sectors of the two case studies, which were particularly strong compared to the rest of the Greek manufacturing sectors, their performance was very low compared to those of other European countries. These two Greek sectors could not be characterised by a dynamic behaviour in the direction of enhanced competitiveness. In any case, along with the vital promotion of sustainable consumption patterns in Greece, emphasis should be placed on monitoring technological developments and on systematically promoting innovation and restructuring of the entire production chain in order to enhance the competitiveness of Greek manufacturing products. In this direction, it is crucial to formulate targeted policies in sectors and sub-sectors in which the country already has some significant comparative advantages. Finally, it is concluded that the methodological framework developed in this study, which consists of a two-step approach, is a useful analytical and interpretive tool for understanding the development of sustainable development indicators. Furthermore, it is robust and generic, hence it can be easily adapted to be used in other studies. en
heal.sponsor Η παρούσα διδακτορική εργασία πραγματοποιήθηκε με την υποστήριξη του Προγράμματος " Υποτροφίες Αριστείας Ι.Κ.Υ. Μεταπτυχιακών Σπουδών στην Ελλάδα - Πρόγραμμα Siemens" του Ιδρύματος Κρατικών Υποτροφιών (Ι.Κ.Υ.). el
heal.advisorName Διακουλάκη, Δανάη el
heal.advisorName Diakoulaki, Danae en
heal.committeeMemberName Διακουλάκη, Δανάη el
heal.committeeMemberName Καλογήρου, Ιωάννης el
heal.committeeMemberName Τσακανίκας, Άγγελος el
heal.committeeMemberName Μαυρωτάς, Γιώργος el
heal.committeeMemberName Ασημακόπουλος, Διονύσης el
heal.committeeMemberName Μαρμαράς, Νικόλαος el
heal.committeeMemberName Γιωτόπουλος, Ιωάννης el
heal.academicPublisher Σχολή Χημικών Μηχανικών el
heal.academicPublisherID ntua
heal.numberOfPages 341
heal.fullTextAvailability true


Αρχεία σε αυτό το τεκμήριο

Οι παρακάτω άδειες σχετίζονται με αυτό το τεκμήριο:

Αυτό το τεκμήριο εμφανίζεται στην ακόλουθη συλλογή(ές)

Εμφάνιση απλής εγγραφής