HEAL DSpace

Συγκριτική αξιολόγηση επτά Δεικτών Ποιότητας Νερού (WQIs) βάσει μετρήσεων σε επιφανειακά υδατικά συστήματα της Ελλάδας

Αποθετήριο DSpace/Manakin

Εμφάνιση απλής εγγραφής

dc.contributor.author Ζώτου, Ιωάννα el
dc.contributor.author Zotou, Ioanna en
dc.date.accessioned 2018-01-23T09:46:37Z
dc.date.available 2018-01-23T09:46:37Z
dc.date.issued 2018-01-23
dc.identifier.uri https://dspace.lib.ntua.gr/xmlui/handle/123456789/46252
dc.identifier.uri http://dx.doi.org/10.26240/heal.ntua.7392
dc.description Εθνικό Μετσόβιο Πολυτεχνείο--Μεταπτυχιακή Εργασία. Διεπιστημονικό-Διατμηματικό Πρόγραμμα Μεταπτυχιακών Σπουδών (Δ.Π.Μ.Σ.) “Επιστήμη και Τεχνολογία Υδατικών Πόρων” el
dc.rights Default License
dc.subject Ποιότητα νερού el
dc.subject Διαχείριση Υδατικών Πόρων el
dc.subject Δείκτες Ποιότητας Νερού el
dc.subject Water quality index en
dc.subject water resources management el
dc.subject Water quality assessment el
dc.title Συγκριτική αξιολόγηση επτά Δεικτών Ποιότητας Νερού (WQIs) βάσει μετρήσεων σε επιφανειακά υδατικά συστήματα της Ελλάδας el
heal.type masterThesis
heal.classification Διαχείριση Υδατικών Πόρων el
heal.language el
heal.access free
heal.recordProvider ntua el
heal.publicationDate 2017-10-02
heal.abstract Το νερό συνιστά κληρονομιά και πολύτιμο προς διαφύλαξη φυσικό πόρο. Οι συνεχείς πιέσεις τις οποίες δέχονται τα υφιστάμενα υδατικά συστήματα, τόσο σε ποσοστικό όσο και σε ποιοτικό επίπεδο, ως αποτέλεσμα φυσικών και ανθρωπογενών αιτιών, καθιστούν αναγκαία τη συνεχή παρακολούθηση και την αξιολόγηση της κατάστασης τους. Ειδικότερα, η αξιολόγηση της ποιοτικής κατάστασης των υδατικών σωμάτων συνιστά διαδικασία, η ιδιαίτερη σημασία της οποίας έχει αναγνωρισθεί τις τελευταίες κυρίως δεκαετίες. Το πλήθος, ωστόσο, των απαραίτητων δεδομένων για την ποιοτική αξιολόγηση του νερού, η ιδιαίτερη γνώση και εξειδίκευση που απαιτείται, οι αντικειμενικές δυσκολίες οι οποίες προκύπτουν κατά το συνδυασμό των επιμέρους ποιοτικών χαρακτηριστικών για την εξαγωγή ενός ενιαίου αποτελέσματος της ποιοτικής κατάστασης, καθώς και η αδυναμία κατανόησης του αποτελέσματος αυτού από μη εξειδικευμένο κοινό, καθιστούν συχνά τη διαδικασία ιδιαίτερα δυσχερή. Στο πλαίσιο αυτό, καθοριστική είναι τα τελευταία χρόνια η συμβολή των Δεικτών Ποιότητας Νερού (WQIs). Οι Δείκτες Ποιότητας Νερού συνιστούν μεθοδολογίες, οι οποίες στοχεύουν στον προσδιορισμό της ποιοτικής κατάστασης ενός δεδομένου υδατικού σώματος μέσω μίας έκφρασης απλής και κατανοητής στο ευρύ κοινό, διαδικασία η οποία συνήθως συνίσταται στην ένταξη του υπό μελέτη σώματος σε μία ορισμένη ποιοτική κλάση (συχνά από το 1 έως το 5) και στην απόδοση σε αυτό ενός χαρακτηρισμού ποιότητας όπως «καλή», «μέτρια» ή «φτωχή» ποιοτική κατάσταση. Ειδικότερα, ανεξάρτητα από τα ιδιαίτερα χαρακτηριστικά κάθε επιμέρους μεθόδου, οι Δείκτες Ποιότητας Νερού στο σύνολο τους βασίζονται: (α) στην επιλογή ενός ορισμένου συνδυασμού ποιοτικών παραμέτρων, οι οποίες συχνά εκφράζονται σε διαφορετικές μονάδες μέτρησης και απαντώνται σε διαφορετικά εύρη τιμών, (β) στην κανονικοποίηση των παραμέτρων αυτών μέσω κάποιας μαθηματικής σχέσης, ώστε να καταστούν συσχετίσιμες μεταξύ τους, (γ) στην εκχώρηση ενός συντελεστή βαρύτητας σε κάθε επιμέρους παράμετρο, ανάλογα με τη σημαντικότητά της για τη συνολική ποιότητα του νερού και (δ) στο συνδυασμό των κανονικοποιημένων πλέον τιμών των επιμέρους ποιοτικών μεταβλητών για την εξαγωγή ενός ενιαίου αποτελέσματος (εκφρασμένου συνήθως σε μία κλίμακα από το 1 έως το 100) το οποίο θα αντανακλά τη συνολική κατάσταση ποιότητας του εξεταζόμενου σώματος. Στην παρούσα εργασία, ύστερα από βιβλιογραφική επισκόπηση των υφιστάμενων Δεικτών Ποιότητας Νερού, των χαρακτηριστικών τους, καθώς και των υπολογιστικών μοντέλων στα οποία βασίζονται, έγινε επιλογή 7 συχνά χρησιμοποιούμενων δεικτών, οι οποίοι εφαρμόστηκαν ξεχωριστά σε καθένα από τα 2 υδατικά σώματα, τα οποία ορίστηκαν ως σώματα εφαρμογής. Ειδικότερα, οι δείκτες οι οποίοι αξιοποιήθηκαν κατά την ποιοτική αξιολόγηση των επιμέρους σωμάτων ήταν ο δείκτης ρύπανσης των Prati et al. (1971), ο δείκτης ποιότητας Bhargava, ο δείκτης Oregon, οι δείκτες CCME και NSF, ο δείκτης Dinius, καθώς και ο Σταθμισμένος Αριθμητικός Δείκτης. Ως σώματα εφαρμογής ορίστηκαν η τεχνητή λίμνη Πολυφύτου, η οποία βρίσκεται στην Περιφερειακή Ενότητα Κοζάνης της Δυτικής Μακεδονίας και ο ποταμός Βοσβόζης, ο οποίος βρίσκεται στο Γεωγραφικό Διαμέρισμα της Θράκης και εμπίπτει στην Π.Ε. Ροδόπης. Το δίκτυο παρακολούθησης του ταμιευτήρα περιλαμβάνει 3 δειγματοληπτικούς σταθμούς, οι οποίοι βρίσκονται στη γέφυρα του Ρυμνίου (Ρ1), στη γέφυρα των Σερβίων (Ρ2) και στο φράγμα Πολυφύτου (Ρ3), αντίστοιχα, ενώ κάθε δειγματοληψία πραγματοποιήθηκε για δύο επιμέρους βάθη (επιφάνεια και πυθμένας). Στην περίπτωση του ποταμού Βοσβόζη, το δίκτυο απαρτίζεται από τους σταθμούς GS1, GS2 και GS3, καθένας από τους οποίους βρίσκεται πλησίον του οικισμού Φωλιά, πλησίον του οικισμού Παραδημή και ανάντι της λίμνης Ισμαρίδας, αντίστοιχα. Για καθένα από τα 2 σώματα, οι διάφοροι δείκτες εφαρμόστηκαν ανά δειγματοληψία, καθώς και για το σύνολο των δειγματοληπτικών σταθμών, όπως αυτοί ορίστηκαν σε κάθε επιμέρους σώμα εφαρμογής, για μία περίοδο 12 (Ιούνιος 2004-Μάιος 2006) και 16 (Αύγουστος 2005-Νοέμβριος 2006) μηνών, για την περίπτωση του ταμιευτήρα και του υδατορεύματος, αντίστοιχα. Για κάθε επιμέρους μεθοδολογία-δείκτη, ο προσδιορισμός της συνολικής ποιοτικής κατάστασης του εξεταζόμενου σώματος υλοποιήθηκε βάσει του δυσμενέστερου σεναρίου ποιότητας, λαμβάνοντας δηλαδή υπόψιν την κατώτερη κατηγορία ποιότητας στην οποία αντιστοιχήθηκε το δεδομένο σώμα κατά τη διάρκεια της περιόδου παρακολούθησης. Πέραν της εφαρμογής των επιμέρους δεικτών στα μελετώμενα υδατικά σώματα, στην παρούσα εργασία προσδιορίστηκαν, ακόμη, οι «σημαντικότερες» ποιοτικές μεταβλητές, ανά μεθοδολογία, μέσω του προσδιορισμού του συντελεστή συσχέτισης μεταξύ κάθε επιμέρους μεταβλητής και του τελικού αποτελέσματος της τιμής του εκάστοτε δείκτη. Η κατάδειξη των παραμέτρων εκείνων οι οποίες συνεισφέρουν περισσότερο στη διαμόρφωση των τελικών αποτελεσμάτων, είναι ιδιαιτέρως σημαντική στο πλαίσιο της αξιολόγησης της ποιότητας των υδατικών σωμάτων, καθώς θα μπορούσε ενδεχομένως να συντελέσει στην εφαρμογή των επιμέρους δεικτών λαμβάνοντας υπόψιν μικρότερο αριθμό ποιοτικών μεταβλητών, ελαχιστοποιώντας έτσι το κόστος για την υλοποίηση των απαιτούμενων δειγματοληψιών αλλά και των αναγκαίων εργαστηριακών αναλύσεων. Ως κύριος στόχος της συγκεκριμένης εφαρμογής τίθεται, αφενός, η αποτίμηση της ποιοτικής κατάστασης των εξεταζόμενων σωμάτων και, αφετέρου, η συγκριτική αξιολόγηση των επιμέρους μεθοδολογιών και η εξαγωγή συμπερασμάτων αναφορικά με την επίδραση της επιλεχθείσας μεθόδου στα προκύπτοντα αποτελέσματα της ποιοτικής κατάταξης. Με το πέρας της παρούσας εργασίας, προέκυψε ότι: 1. Ο ταμιευτήρας Πολυφύτου, με βάση τη μεθοδολογία του δείκτη Bhargava, εμπίπτει στην 3η κατηγορία ποιότητας, η οποία εκφράζει «ικανοποιητική ποιότητα νερού». Κατά την εφαρμογή των δεικτών Prati και NSF, ο ταμιευτήρας εντάχθηκε στην ποιοτική κλάση 2, η οποία για καθεμία εκ των μεθόδων, εκφράζει «κατάσταση ρύπανσης» και «κακή ποιότητα νερού», αντίστοιχα. Τέλος, βάσει των δεικτών Oregon, CCME, Dinius, καθώς και του Σταθμισμένου Αριθμητικού Δείκτη, το μελετώμενο σώμα κατατάχθηκε στην κατώτερη ποιοτική τάξη (1η κατηγορία ποιότητας). Σύμφωνα με τα συστήματα ταξινόμησης των μεθόδων αυτών, η συγκεκριμένη ποιοτική κατηγορία εκφράζει «πολύ φτωχή ποιότητα νερού», «φτωχή ποιότητα νερού», «μη αποδεκτή ποιότητα νερού» και «ακατάλληλη ποιότητα για χρήση πόσιμου νερού», αντίστοιχα. 2. Ο ποταμός Βοσβόζης, σύμφωνα με το δείκτη NSF, εμπίπτει στην 3η ποιοτική κατηγορία, βάσει της οποίας η ποιότητα του νερού αξιολογείται ως «μέτρια». Με βάση τη μεθοδολογία του δείκτη Bhargava, η ποιοτική κατάσταση του νερού στο εξεταζόμενο υδατόρευμα χαρακτηρίστηκε ως «φτωχή» (2η ποιοτική κλάση), ενώ για την περίπτωση των δεικτών Prati, Oregon, CCME, Dinius καθώς και του Σταθμισμένου Αριθμητικού Δείκτη, το μελετώμενο υδατόρευμα κατατάχθηκε στην 1η κατηγορία ποιότητας, η οποία για καθεμία από τις εν λόγω μεθόδους εκφράζει «κατάσταση υψηλής ρύπανσης», «πολύ φτωχή ποιότητα νερού», «φτωχή ποιότητα νερού», «μη αποδεκτή ποιότητα νερού» και «ακατάλληλη ποιότητα για χρήση πόσιμου νερού». Επιπλέον, η εργασία κατέληξε στα ακόλουθα κύρια συμπεράσματα: 1. Στην περίπτωση του ποταμού Βοσβόζη, ανεξαρτήτως της εφαρμοζόμενης κάθε φορά μεθοδολογίας-δείκτη, ο δειγματοληπτικός σταθμός GS1 εμφανίζει συνολικά καλύτερες συνθήκες ποιότητας νερού συγκρινόμενος με τον κατάντη σταθμό GS2, ενώ για την πλειονότητα των δειγματοληψιών εμφανίζει ανώτερη ποιότητα νερού και από το σταθμό GS3. Σε ό,τι αφορά στη σχετική κατάσταση ποιότητας μεταξύ των σταθμών GS2 και GS3, ο τελευταίος σταθμός παρουσιάζει όμοιες έως ανώτερες συνθήκες ποιότητας, σε σχέση με το σταθμό GS2, καθόλη τη διάρκεια της δειγματοληπτικής περιόδου. 2. Όσον αφορά στην επίδραση του εφαρμοζόμενου κάθε φορά δείκτη στην ποιοτική ταξινόμηση των μελετώμενων σωμάτων, εντοπίζονται σημαντικές αποκλίσεις στα προκύπτοντα αποτελέσματα μεταξύ των επιμέρους μεθοδολογιών. Ειδικότερα, βρέθηκε ότι διαμορφώνονται τρεις επιμέρους κατηγορίες δεικτών, με βάση τα αποτελέσματα της ποιοτικής κλάσης που αποδίδουν ανά δειγματοληψία, για την περίπτωση του ταμιευτήρα Πολυφύτου, και τέσσερις για την περίπτωση του ποταμού Βοσβόζη. Τόσο για την περίπτωση του ταμιευτήρα όσο και για εκείνη του υδατορεύματος, παρατηρήθηκε ότι οι δείκτες Bhargava και NSF τείνουν να κατατάσσουν τα εξεταζόμενα σώματα σε ανώτερες ποιοτικές τάξεις, συγκρινόμενοι με τους δείκτες Prati, CCME και Oregon. Αντίστοιχα, ο δείκτης Prati καταλαμβάνει κυρίως τις μεσαίες κλάσεις της ποιοτικής κατάταξης, ενώ οι δείκτες CCME και Oregon, αποδίδουν αποτελέσματα τα οποία κινούνται σταθερά στις κατώτερες ποιοτικές τάξεις, γεγονός το οποίο τους καθιστά περισσότερο «αυστηρούς». Όσον αφορά στο δείκτη Dinius, διαπιστώθηκε ότι, για την περίπτωση του ταμιευτήρα Πολυφύτου, κινείται στις μεσαίες τάξεις της ποιοτικής κατάταξης, μαζί με το δείκτη Prati, αποδίδοντας αποτελέσματα μεταξύ των κλάσεων 2 και 4. Αντίθετα, στην περίπτωση του ποταμού Βοσβόζη, η εφαρμογή του οδηγεί στην ταξινόμηση του μελετώμενου σώματος στις ανώτερες κατηγορίες της ποιοτικής κατάταξης. 3. Αναφορικά με τα αποτελέσματα των «σημαντικότερων» παραμέτρων ανά εφαρμοζόμενο δείκτη, τα οποία προέκυψαν μέσω του προσδιορισμού των επιμέρους συντελεστών συσχέτισης, διαπιστώνεται ότι αυτά αφορούν, ως επί το πλείστον, τη δεδομένη κάθε φορά εφαρμογή, καθώς εξαρτώνται τόσο από την εφαρμοζόμενη μεθοδολογία όσο και από τις τοπικές συνθήκες. Απαιτείται, συνεπώς, ιδιαίτερη προσοχή κατά τη γενίκευση τους, καθώς και περαιτέρω διερεύνηση των σημαντικών παραμέτρων, ανά μεθοδολογία, σε περισσότερες περιοχές εφαρμογής. 4. Η εφαρμογή των Δεικτών Ποιότητας Νερού συνιστά ένα ιδιαίτερα χρήσιμο εργαλείο στην κατεύθυνση της ποιοτικής αξιολόγησης ενός δεδομένου υδατικού σώματος, καθώς παρέχει τη δυνατότητα να αποτιμηθούν οι υφιστάμενες ποιοτικές συνθήκες, μέσω της ένταξης αυτού σε μία ορισμένη κατηγορία ποιότητας. Επιπλέον, παρέχεται ένα κοινό πλαίσιο αναφοράς για τη σύγκριση διαφορετικών σωμάτων, καθώς και για την ανίχνευση αποκλίσεων, όσον αφορά στις συνθήκες ποιότητας, μεταξύ διαφορετικών θέσεων του ιδίου σώματος, ενώ, τέλος, η εφαρμογή των δεικτών σε διαφορετικές χρονικές στιγμές επιτρέπει τον εντοπισμό ενδεχομένων τάσεων υποβάθμισης ή βελτίωσης των υφισταμένων συνθηκών. el
heal.abstract Water constitutes both heritage and invaluable natural resource to be preserved at all cost. The continuous pressures on the existing water systems, both at a quantitative and a qualitative level, as a result of both natural and anthropogenic causes, require continuous monitoring and assessment of their status. More specifically, the evaluation of the quality status of water bodies constitutes a process, whose importance has been recognized mainly in the last decades. The large number, though, of data necessary for the qualitative evaluation of water, the special knowledge and expertise required, the objective difficulties that arise in combining the individual qualitative characteristics to produce a single result of the quality status, as well as the inability to understand this result by non- experts, often make the process particularly difficult. In this context, the contribution of Water Quality Indices (WQIs) has been determinant in recent years. WQIs constitute methodologies which aim at determining the quality status of a given water body through a simple and comprehensible to the public expression, a process which usually consists of the classification of the body in question at a specific quality class (often from 1 to 5) and the attribution of a quality characterization to it, such as “good”, “fair” or “poor” water quality. More specifically, regardless of the specific characteristics of each individual method, WQIs are based on: (a) the selection of a certain combination of quality parameters, often expressed in different units of measurement and found in different concentration ranges; (b) the normalization of these parameters through a mathematical function, in order to make them comparable; (c) the assignment of a weighting factor to each individual parameter, depending on its importance for the overall quality of water; and (d) the aggregation of the normalized values of individual quality variables to produce a single result (usually expressed on a scale from 1 to 100), which will reflect the overall quality status of the water body being examined. In the present study, after a bibliographic review of the existing WQIs, their characteristics and the calculating framework on which they are based, a selection of seven commonly used indices was made, which were then applied separately to two water bodies, a fluvial and a lacustrine. Specifically, the indices applied during the quality assessment of the individual bodies were the: Prati’s Index of Pollution, Bhargava’s Index, Oregon WQI, CCME and NSF WQIs, Dinius’ Index, and the Weighted Arithmetic WQI. Polyphytos reservoir, in Kozani, West Macedonia and Vosvozis river, in Rodopi, Thraki were defined as water bodies of application. The main objective of the present study was, on one hand, to evaluate the quality status of the bodies being examined, and, on the other hand, to comparatively assess the individual methodologies and draw conclusions regarding the effect of the selected method on the qualitative ranking. Required water quality data were available from previous field monitoring surveys at the two water bodies. The monitoring network of the reservoir comprised three sampling stations (P1, P2 and P3), located at Rymnion bridge, at Serbia bridge and at Polyphytos dam, respectively; each water sample was collected at two different depths (at the surface and close to the bottom). In the case of the fluvial system, Vosvozis river in Komotini, the network comprised the sampling stations GS1, GS2 και GS3, which were located near village Folia, near village Paradimi and upstream and near the entrance of Vosvozis to Ismarida lagoon. For each individual water body, the different indices were applied per sampling, at each monitoring station, for a period of 12 (June 2004 - May 20006) months for the reservoir and 16 (August 2005 - November 2006) months, for the river. For each individual methodology- index, the determination of the overall quality status of the water body was implemented based on the worst quality scenario, i.e., taking into account the lowest quality class to which the given body corresponded during the monitoring period. Apart from the application of the individual WQIs in the selected water bodies, in the present study, the “most important” variables per methodology were determined, through the determination of the correlation coefficient between each individual parameter and the final value of each index applied. The demonstration of those parameters that contribute more to the formulation of the final result, is particularly important, in the context of qualitative assessment of water bodies, as it could eventually lead to the application of these methodologies, taking into account a smaller number of quality variables, thus minimizing the costs for the implementation of the required sampling campaigns, as well as the necessary laboratory analysis. Figure 1 presents the variation of quality class (1 to 5 scale) during the monitoring period in Polyphytos reservoir, as determined based on each of the applied methods. Respectively, the results of quality classification during the period of interest for the case of Vosvozis river are illustrated in Figure 2. In addition, the “most important” parameters per methodology, as determined for each individual case study, are shown in Tables 1 and 2. The following results were derived regarding the quality of the two water bodies: 1. Polyphytos reservoir, based on the Bhargava methodology and taking into account the worst quality scenario, falls into the 3rd quality category, which expresses “satisfactory water quality”. When applying the Prati and NSF WQIs, the reservoir is categorized in quality class 2, which, for these methods, expresses “pollution” and “bad water quality”, respectively. Finally, based on the Oregon, CCME and Dinius indices, as well as on the Weighted Arithmetic Index, this body is classified into the lowest quality class (1st quality category), i.e., “very poor water quality”, “poor water quality”, “unacceptable water quality” and “unacceptable for drinking purposes quality”, respectively. 2. Vosvozis river, based on the NSF index, falls into the 3rd quality class, according to which water quality is defined as “medium”. Based on the Bhargava index, the quality status of the river is characterized as “poor” (2nd quality class), whereas in the case of Prati, Oregon, CCME and Dinius indices, as well as the Weighted Arithmetic Index, Vosvozis river is classified into the 1st quality class, which for these methods expresses “heavy pollution”, “very poor water quality”, “poor water quality”, “unacceptable water quality” and “unacceptable quality for drinking purposes”. Finally, it has been established that: 1. In the case of Vosvozis river, regardless of the applied methodology- index, the sampling station GS1 showed in total better water quality conditions compared to the downstream GS2 station, while for the majority of the samples it even showed superior water quality than station GS3. Regarding the relative quality condition between stations GS2 and GS3, the latter shows similar or superior quality conditions compared to GS2 station throughout the sampling period. 2. Regarding the impact of the index applied each time on the quality classification of the bodies being studied, significant discrepancies were observed in the results obtained among the individual methodologies. In particular, it has been found that three individual categories of indices were formed, based on the quality class results per sampling for the case of the reservoir, whereas for the case of Vosvozis river, four categories were formed. In both cases, it has been observed that the Bhargava and NSF indices tend to classify the water bodies being examined into superior quality classes, when compared to Prati, CCME and Oregon indices. Respectively, the Prati index falls mainly into the middle classes of the quality ranking, while CCME and Oregon give results which range steadily between the lower quality classes. Consequently, these indices can be considered as “stricter”. As for the Dinius Index, it was found that, in the case of Polyphytos reservoir, it ranges between the middle classes of the quality ranking, along with the Prati’s Index, giving results between classes 2 and 4. On the contrary, in the case of Vosvozis river, its application leads to the classification of the water body examined in the higher quality categories. 3. Regarding the results of the “most important” parameters per index applied, which have emerged based on the determination of the individual correlation coefficients, it is concluded that these results are generally different for each water body, i.e., they depend both on methodology applied and local conditions. Therefore, particular attention is needed in generalizing them; further investigation of the “important parameters”, per methodology, in more case studies is required. 4. Water Quality Indices were proved to be a useful tool, in the direction of the qualitative assessment of a given water body, as they provide the opportunity to evaluate existing quality conditions, through the classification of the water body into a certain quality category. Furthermore, a common reference framework is provided for comparing different water bodies, as well as for detecting differences in quality conditions between different positions of the same body. Finally, the application of WQIs at different time periods allows for the identification of potential trends of deterioration or improvement of the existing conditions. en
heal.advisorName Τσιχριντζής, Βασίλειος el
heal.committeeMemberName Μπαλτάς, Ευάγγελος el
heal.committeeMemberName Μακρόπουλος, Χρήστος el
heal.academicPublisher Εθνικό Μετσόβιο Πολυτεχνείο. Σχολή Πολιτικών Μηχανικών el
heal.academicPublisherID ntua
heal.numberOfPages 272 σ. el
heal.fullTextAvailability true


Αρχεία σε αυτό το τεκμήριο

Αυτό το τεκμήριο εμφανίζεται στην ακόλουθη συλλογή(ές)

Εμφάνιση απλής εγγραφής