heal.abstract |
Η παρούσα διπλωματική αποτελεί μια απόπειρα διερεύνησης ενός μοντέλου παρέμβασης σε χώρους αστικών κενών και συγκεκριμένα στο κέντρο της Αθήνας. Αφετηρία για αυτή την εργασία υπήρξε η επιθυμία μας να στοχαστούμε και να πειραματιστούμε γύρω από τη δυνατότητα εγγραφής των συλλογικών και προσωπικών μας βιωμάτων στην πόλη, και κυρίως των ατόμων και ομάδων των οποίων οι αφηγήσεις και εμπειρίες τοποθετούνται εκτός του δημόσιου λόγου. Στην πορεία της δουλειάς μας καταπιαστήκαμε με τις έννοιες της μνήμης, του
αρχείου ( ζωντανού και ανοιχτού ), της συμμετοχικότητας, της επανάχρησης. Πρόθεσή μας ήταν αφ' ενός μια πρόταση χαρτογράφησης της πόλης, με χρήση ποσοτικών και ποιοτικών μεγεθών και βιωματικών εργαλείων, που θα μας βοηθούσε να ανακαλύψουμε/φωτίσουμε και να καταγράψουμε τοποθεσίες όπου φαίνεται να συμπυκνώνονται ενδιαφέροντα στοιχεία του αστικού μωσαϊκού (χρήστες - ομάδες, χρήσεις, υλικότητες, χωρικές σχέσεις), μέρη όπου φαίνεται σήμερα να επιτελούνται με περισσότερη ένταση και βάθος εκφάνσεις της σύγχρονης Αθηναϊκής πραγματικότητας. Αφετέρου, ο σχεδιασμός μιας μεθοδολογίας και ενός υλικού μοντέλου παρέμβασης, που να καθρεφτίζει πυκνώσεις των παροντικών διεργασιών που επιτελούνται στις περιοχές της μελέτης μας και που να μπορούν να χρησιμοποιηθούν,να εμπλουτιστούν και να αναδιαμορφωθούν συλλογικά αφότου φύγουν από τα χέρια των σχεδιαστριών τους.
Επιλέξαμε το κέντρο της Αθήνας, ως τόπο ραγδαίων μετασχηματισμών, πυκνών αντιθέσεων και συγκρούσεων την τελευταία δεκαετία, την οποία βιώσαμε ζώντας και σπουδάζοντας εδώ. Η εργασία μας όμως, αν και στην πορεία της καθορίστηκε αδιαμφισβήτητα από τις προσωπικές μας εμπειρίες της πόλης, θα θέλαμε να νοείται κυρίως ως μια απόπειρα διαμόρφωσης μιας μεθοδολογίας παρέμβασης στην πόλη, και δη σε χώρους αστικού κενού, που μπορεί να επεκταθεί στην πόλη ή να επαναληφθεί και αλλού.
Η μελέτη μας ξεκίνησε από την κλίμακα του δήμου Αθηναίων, με την παραγωγή μιας σειράς χαρτών με στοιχεία καταγραφής για το σύνολο του πληθυσμού του Δήμου, που για εμάς έχουν μια ιδιαίτερη σημασία για την σκιαγράφηση των ομάδων και ατόμων που ζουν στις επιμέρους γειτονιές του Κέντρου. Από το overlay των χαρτών αυτών, αποκαλύπτεται μια σχετικά οριοθετημένη περιοχή που φαίνεται να συγκεντρώνει τις μέγιστες τιμές τους, και να κατοικείται σε μεγάλο βαθμό από άτομα και ομάδες που βιώνουν εντονότερα και πιο επισφαλώς την αστική πραγματικότητα. Τα άτομα και οι ομάδες αυτές, για μας, είναι οι εν δυνάμει αφηγητές των εναλλακτικών αφηγήσεων για την πόλη που μας ενδιέφερε να εξετάσουμε πως μπορούν όχι μόνο να αποτυπωθούν, προσωρινά ή μόνιμα στο σώμα της πόλης, αλλά και να έχουν την ευκαιρία μιας άλλης αλληλεπίδρασης με τον κενό και ημι-δημόσιο αστικό χώρο.
Τα όρια της περιοχής μελέτης στη συνέχεια αποσαφηνίστηκαν περαιτέρω, με την περιγραφή των διαφορετικών ποιοτήτων και χωρικών εκτάσεων που εντοπίστηκαν στην περίμετρό της. Οι διάφοροι τύποι κενών που αναγνωρίστηκαν αποτυπώθηκαν σε έναν συγκεντρωτικό χάρτη που ήδη ξεκινά να παρουσιάζει διαφορετικές συγκεντρώσεις σε διαφορετικά τμήματα της περιοχής.
Μια σειρά από πολεοδομικούς χάρτες με στοιχεία παλαιότητας, κενών/ ερειπωμένων/
προστατευόμενων κτιρίων, χρήσεων γης κ.α. η οποία συνόδευσε την απόπειρα χαρτογράφησης της περιοχής με τη χρήση του λεξιλογίου του Kevin Lynch (όπως παρουσιάζεται ενδελεχώς στο "Image of the City"), όπου ο αστικός χώρος αναλύεται σε ένα σύνολο στοιχείων (nodes, paths, edges, landmarks), μας βοήθησε να διακρίνουμε με μεγαλύτερη σαφήνεια 6 υπο-περιοχές διαφορετικών ατμοσφαιρών στο πεδίο μελέτης μας.
Στις υπο-περιοχές αυτές αναζητήσαμε κενά του αστικού χώρου τα οποία ομαδοποιούνται σε επίπεδο οικοδομικού τετραγώνου δημιουργώντας "διαμπερότητες", τομές στο σώμα του τετραγώνου, αποκαλύπτωντας την εσωτερική του δομή και επιτρέποντας στον χρήστη, μέσω της ενοποίησής τους, να το διαπεράσει, δημιουργώντας νέες προσβάσεις και διαδρομές μέσα στην πόλη. Στη συνέχεια κατηγοριοποιήθηκαν σε τρεις τύπους ανάλογα με το μέγεθος του κενού χώρου στο εσωτερικό του κάθε τετραγώνου. Η κατηγοριοποίηση αυτή μας βοήθησε να διακρίνουμε τις διαφορετικές κλίμακες με τις οποίες θα μπορούσαμε να δουλέψουμε στο σχεδιασμό των παρεμβάσεών μας.
Τα οικοδομικά τετράγωνα όπου επιλέξαμε να σχεδιάσουμε τις παρεμβάσεις μας ήταν αυτά που βρίσκονταν σε εγγύτητα με τα όρια μεταξύ δύο ή παραπάνω υπο-περιοχών και που θα μπορούσαν, με την ενεργοποίησή τους να ενεργοποιήσουν ακολούθως και μια διαφορετική αίσθηση προσπελασιμότητας και διαλόγου μεταξύ τους. Για τα παραδείγματα παρέμβασης που σχεδιάστηκαν, επιλέξαμε έναν από τους τρεις τύπους οικοδομικού τετραγώνου για τρεις από τις υπο-περιοχές.
Ο σχεδιασμός των παρεμβάσεων μας αναπτύχθηκε γύρω από τη χρήση του ήχου ως εργαλείο καταγραφής και αναπαραγωγής αφηγήσεων. Οι ηχητικές εγκαταστάσεις που μελετήσαμε τοποθετούνται στο χώρο μέσα από μια επαναλαμβανόμενη δομική μονάδα, αυτή του κύβου, ο οποίος συναρμολογείται σε μικρότερους ή μεγαλύτερους χωρικούς κανάβους. Οι δυνατότητες χρήσης αυτού του δομικού μοντέλου δεν εξαντλούνται στα πλαίσια μιας ηχητικής εγκατάστασης αλλά μπορούν να επαναχρησιμοποιηθούν για την κατασκευή χώρου ανάλογα με τις επιθυμίες και τις ανάγκες των χρηστριών/ων και των εμπλεκόμενων ομάδων.
Οι τρεις τύποι εγκατάστασης εμφανίζονται στον συγκεντρωτικό πίνακα που παρουσιάζει τις χωρικές, σχεδιαστικές και ηχητικές παραμέτρους της κάθε μιας. Ταυτόχρονα γίνεται και μια σκιαγράφηση της προσδοκώμενης αλληλεπίδρασης των χρηστριών και χρηστών με την εγκατάσταση αλλά και μεταξύ τους.
Στον τύπο Ι, η ηχητική εγκατάσταση αποτελεί ένα δοχείο καταγραφής ηχητικών αποσπασμάτων, με πρωτοβουλίας της χρήστριας ή του χρήστη και τοποθετείται σε οικοδομικά τετράγωνα με κατακερματισμένα κενά, με τρόπο που δημιουργεί μικρότερης κλίμακας και σε ένα βαθμό και ιδιωτικότητας χώρους. Οι χώροι αυτοί φανταζόμαστε να μπορούν να φιλοξενήσουν και διαδικασίες συνάντησης όπως αυτές δομούνται στα πλαίσια μιας ζωντανής βιβλιοθήκης ή μιας ομάδας προφορικής ιστορίας.
Ο τύπος ΙΙ , αποτελεί μια εκθεσιακού τύπου δομή όπου παρατίθεται ένα ηχητικό αρχείο αφηγήσεων που αποτελείται από ηχητικό υλικό που συλλέγεται από εγκαταστάσεις του τύπου Ι. Τα επιλεγμένα τετράγωνα σε αυτή την περίπτωση είναι περίπτωσης πιο ενοποιημένου κενού χώρου και μεγαλύτερης κλίμακας αλλά όχι απόλυτα άμεσης επαφής με το δημόσιο χώρο, έτσι ώστε να διευκολύνεται η διαδικασία ακρόασης. Εδώ δίνεται η δυνατότητα έκθεσης και ευρύτερα ηχητικού υλικού και έργου και η παρουσίαση δουλειάς από άτομα και ομάδες που δραστηριοποιούνται στο πεδίο της προφορικής ιστορίας.
Η εγκατάσταση του τύπου ΙΙΙ αποτελεί μια δομή ταυτόχρονης καταγραφής και αναπαραγωγής που δημιουργεί έναν μηχανισμό μεγαφώνησης. Εδώ, τοποθετούμαστε σε οικοδομικά τετράγωνα με μεγάλα κενά και άμεση επαφή και ορατότητα από το δημόσιο χώρο που προσκαλούν και ενθαρρύνουν την συνάντηση και το διάλογο. Η κατασκευή οριοθετεί μικρότερους χώρους στάσης όπου η διαδικασία μεγαφώνησης εκκινεί με την συγκέντρωση ικανού αριθμού χρηστριών ή χρηστών για την κάθε μια. Επίσης, οι χώροι αυτοί ενδίκνεινται για τη φιλοξενία συζητήσεων και συνελεύσεων και ο μηχανισμός μεγαφώνησης μπορεί εύκολα να προσαρμοστεί για τις ανάγκες τέτοιων διαδικασιών.
Ο τύπος ΙV δεν αποτελεί περίπτωση σχεδιασμένης παρέμβασης αλλά πρόταση εγκατάστασης του δομικού συστήματος σε ένα σφιχτό χωρικό κάναβο ο οποίος μέσα από την αποδόμησή του στα δομικά του στοιχεία μπορεί να μετατραπεί σε υλικό σχεδιασμού και παραγωγής χώρου από ομάδες και συλλογικότητες.
Τα παραδείγματα εγκατάστασης για κάθε έναν από τους τρεις τύπους σχεδιάστηκαν στα επιλεγμένα οικοδομικά τετράγωνα μετά από μια πιο εντοπισμένη μελέτη γύρω από το καθένα από αυτά στην οποία εξετάστηκαν οι κινήσεις πεζών και οχημάτων στην τοποθεσία, οι ποιότητες και εντάσεις των ορίων, οι διαβαθμίσεις δημοσιότητας και οι ηχητικές ποιότητες και διαβαθμίσεις του κενού χώρου.
Η πρώτη εγκατάσταση τοποθετείται σε ένα σύμπλεγμα κενών οικοπέδων και ακαλύπτων στην περιοχή του Μεταξουργείου, πλησίον της πλατείας Καραΐσκάκη αλλά σε δρόμο μικρής κίνησης με κατοικίες και λίγες μικρές επιχειρήσεις εστίασης και οίκους ανοχής. Εδώ έγινε η επιλογή χρήσης και ενός κενού οικοπέδου από το γειτονικό οικοδομικό τετράγωνο λόγω της εγγύτητας και προφανούς αλληλεπίδρασης με τα υπόλοιπα.
Εδώ επιχειρείται μέσω της κατασκευής τόσο η δημιουργία μικρότερης κλίμακας και ιδιωτικότητας χώρων στάσης όπου διαμορφώνονται συνθήκες που ενθαρύνουν τον διάλογο αλλά και μια προσπάθεια ενοποίησης των διασπασμένων κενών μέσα από την κίνηση, με τρόπο όπως που δεν διαρρηγνύει τα υπάρχοντα σταθερά όρια μεταξύ τους.
Η δεύτερη εγκατάσταση τοποθετείται στον εσωτερικό αίθριο χώρο στου Μεγάρου Μυλλέρου επί της Παναγή Τσαλδάρη όπου σήμερα αποτελεί χώρο εμπορικής δραστηριότητας για επιχειρήσεις κυρίως Κινέχων μεταναστών. Ο χώρος παρά το μέγεθός του και την προσβασιμότητά του τόσο από την πολυσύχναστη Παναγή Τσαλδάρη όσο και από τους πίσω δρόμους του Κεραμεικού με έντονη εμπορική κίνηση δεν χρησιμοποιείται παρά περιστασιακά ως χώρος εκτόνωσης για κάποιες από τις επιχειρήσεις που στεγάζονται στο κτήριο. Εδώ η παρέμβασή μας ξεκινά από τις πύλες των στοών που οδηγούν στο αίθριο, υπονοώντας την ύπαρξη της εσωτερικής εγκατάστασης.
Η κατασκευή σε αυτή την περίπτωση αναπτύσσεται σε ύψος, δημιουργώντας δύο αντικριστά τοιχία που ακολουθούν τη χάραξη της λιγότερο δημόσιας στοάς που οδηγεί στον κεντρικό χώρο, η οποία καταλήγει σε δημόσιο προαύλιο χώρο εκκλησίας, καλώντας το χρήστη μέσα από την περιήγησή του να ξαναβιώσει υπό άλλη οπτική τη σχέση του με το κτήριο ως όριο, ως περίβλημα και ως φίλτρο από την πόλη.
Η τρίτη και τελευταία εγκατάσταση χωροθετείται σε ένα διαμπερές κενό οικόπεδο επί των οδών Λιοσίων και Αχαρνών και στο πλησίον του κενό οικόπεδο στο ίδιο τετράγωνο με το οποίο έρχονται σε επαφή στο εσωτερικό του οικοδομικού τετραγώνου. Και οι δύο μεγάλες οδοί παρουσιάζουν ιδιαίτερη κίνηση της πρωινές ώρες καθιστώντας το χώρο μεγάλης ορατότητας.
Εδώ η κατασκευή οργανώνεται σε ένα σύστημα κανάβου που διατρέχει όλο τον κενό χώρο , οριοθετώντας μικρότερες περιοχές συνάντησης και στάσης οι οποίες ανά ομάδες αναφέρονται σε μια μεγαλύτερη κεντρικότητα. Η βασική διαδρομή στον άξονα διαμπερότητας του κενού του τετραγώνου διατηρείται αλλά συνομιλώντας ταυτόχρονα με τους υπο-χώρους στάσης και διασπείροντας τις κινήσεις προς το εσωτερικό του τετραγώνου στους δεύτερους.
Η ηχητική εγκατάσταση αναπτύσσεται σε μια μεταλλική κατασκευή η οποία αποτελείται από συναρμολογούμενα στοιχεία ( κόμβος και μεταλλική δοκός) τα οποία μπορούν να αποσυναρμολογηθούν και να επανασυντεθούν σε διαφορετικές διατάξεις. Το δομικό σύστημα καθίσταται έτσι πλήρως μεταφερόμενο και επαναχρησιμοποιούμενο.
Οι μηχανισμοί αναπαραγωγής, ηχογράφησης αλλά και ο φωτισμός ενσωματώνονται στον μεταλλικό κάναβο ως αποσπώμενες μονάδες ενώ κατασκευάζονται με μικρό κόστος και αντοχή σε εξωτερικό περιβάλλον. Η αφαίρεσή τους από την κατασκευή γίνεται μόνο αφού αυτή λυθεί μερικών ή πλήρως, καθιστώντας έτσι δυνατή την τοποθέτηση της κατασκευής σε εξωτερικούς μη φυλασσόμενους χώρους. Για την χρήση των μηχανισμών δεν γίνεται χρήση καλωδίωσης αλλά η ηλεκτροδότηση γίνεται μέσω ειδικού αγώγιμου υλικού, σε δίκτυο κάτω από την τελική επίστρωση χρώματος.
Ο σχεδιασμός της θεμελίωσης επιτρέπει στην κατασκευή να προσαρμόζεται σε διαφορετικές ποιότητες εδάφους (φυσικού ή τεχνητού) και ανάγλυφα. Η θεμελίωση αποτελεί και το μόνο υλικό αποτύπωμα της κατασκευής μετά την πιθανή αποσυναρμολόγηση και απομάκρυνσή της από ένα χώρο, αφήνοντας πίσω το ίχνος της αλλά χωρίς να εμποδίζει μελλοντικά τη χρήση της επιφάνειας του εδάφους όπως αυτό διαμορφωνόταν πριν την εγκατάσταση.
Όλα τα μέρη της κατασκευής είναι δυνατόν να προκατασκευαστούν, μειώνοντας έστι σημαντικά το τελικό κόστος παραγωγής. Ακόμη, είναι δυνατόν να προσαρτηθούν περαιτέρω τύποι μονάδων στην κατασκευή, πέρα από αυτές που σχεδιάστηκαν στα πλαίσια της παρούσας εργασίας, καθώς τα κατασκευαστικά σχέδια μπορούν να διανέμονται ελεύθερα προσκαλώντας σχεδιάστριες και σχεδιαστές να εμπλουτίσουν τη δομή. |
el |
heal.abstract |
The present project is an attempt to investigate a model of intervention in urban space, particularly in the center of Athens. The starting point for this work has been our desire to cogitate and experiment with the ability to record collective and personal experiences in the city, especially of individuals and groups whose narratives and experiences are placed outside of public discourse. In the course of our work we have undergone the concepts of memory, archive (live and open), participatory, re-use. Our intention was on the one hand to propose a mapping method of the city, using quantitative and qualitative dimensions and experiential tools, that help us discover / enlighten and record places where there are concentrated elements of urban mosaic (users - groups, uses, materialities, spatial relationships), places where it seems today to be meet with more intensity and depth manifestations of modern Athenian reality. On the other hand, designing a methodology and an intervention model that reflects the densities of the contemporary processes that are carried out in the areas of our study and that can be used, enriched and remodeled collectively after they leave their designers' hands. |
en |