dc.contributor.author | Αντωνοπούλου-Αθέρα, Νικολέττα Κ. | el |
dc.contributor.author | Antonopoulou-Athera, Nikoletta K. | en |
dc.date.accessioned | 2020-07-23T09:36:07Z | |
dc.date.available | 2020-07-23T09:36:07Z | |
dc.date.issued | 2020-07-23 | |
dc.identifier.uri | https://dspace.lib.ntua.gr/xmlui/handle/123456789/50929 | |
dc.identifier.uri | http://dx.doi.org/10.26240/heal.ntua.18627 | |
dc.description.abstract | Η παρούσα έρευνα πραγματοποιείται με σκοπό τη δημιουργία μίας ενιαίας μεθοδολογίας δράσης για την αποκατάσταση αντικειμένων πολιτιστικής κληρονομιάς, όπως οι πίνακες ζωγραφικής και τα νομίσματα. Κατά την ανάλυση της κατάστασής τους συλλέγονται πληροφορίες για τον αποτελεσματικότερο καθαρισμό τους, ενώ παράλληλα ελέγχεται και η αυθεντικότητά τους. Αρχικά μελετάται η ειδική περίπτωση καμένων πινάκων ζωγραφικής του Κωνσταντίνου Παρθένη με σκοπό την ανασύνθεση της χρωματικής παλέτας του καλλιτέχνη και την εξέταση της δυνατότητας καθαρισμού τους με laser που θα μπορούσε να βοηθήσει στην διάσωσή τους. Οι δυο καμένοι πίνακες, που εξετάζονται, τιτλοφορούνται ως: Η ΟΜΟΝΟΙΑ και Ο ΟΡΦΕΑΣ ΣΤΟΝ ΑΔΗ. Πρόκειται για δύο έργα που διαφέρουν ως προς την τεχνική που έχει χρησιμοποιηθεί σε αυτά. Ο πρώτος πίνακας αφήνει μεγάλη επιφάνεια του καμβά ακάλυπτη (χωρίς χρωματικά στρώματα) και παράλληλα οι ζωγραφισμένες περιοχές φαίνεται μακροσκοπικά ότι αποτελούνται από λεπτό στρώμα χρωμάτων. Ο δεύτερος πίνακας καλύπτει καθολικά την επιφάνεια του καμβά με ζωγραφική και παράλληλα τα χρωματικά στρώματα φαίνονται συμπαγή και συγκριτικά πιο παχιά. Για την εξέταση των δύο έργων πραγματοποιήθηκαν μελέτες με τη χρήση διάφορων αναλυτικών μεθόδων. Αρχικά οι δύο πίνακες αναλύθηκαν in situ με το φορητό όργανο XRF, καλύπτοντας όλες τις διαφορετικές αποχρώσεις των δύο έργων μετά από μακροσκοπική παρατήρηση και αναγνώρισή τους. Τα χημικά στοιχεία που ανιχνεύθηκαν αποτελούν ένδειξη για το ποιες χρωστικές έχουν χρησιμοποιηθεί στους δύο πίνακες. Σημειακές αναλύσεις αλλά και χημικές χαρτογραφήσεις πραγματοποιήθηκαν και με τη SEM–EDS σε δείγματα που είχαν παραχωρηθεί στο ΕΜΠ από την Εθνική Πινακοθήκη. Η χρήση περισσότερων της μίας διαγνωστικών μεθόδων απέδωσε μία συνολικότερη στοιχειακή χημική ανάλυση. Οι προηγούμενες μέθοδοι ήταν ναι μεν χημικές αλλά η πληροφορία που παρέχεται είναι στοιχειακή, για αυτόν τον λόγο για την ανίχνευση των χρωστικών πραγματοποιήθηκαν αναλύσεις και με τη χρήση δομικών και μοριακών διαγνωστικών μεθόδων. Οι περισσότερες χρωστικές προερχόμενες από ορυκτά ταυτοποιήθηκαν με τη χρήση της κρυσταλλογραφίας XRD. Η μέθοδος αυτή είναι καταστρεπτική, ωστόσο στην έρευνα αυτή τα δείγματα δεν κονιορτοποιήθηκαν αλλά αναλύθηκαν ως είχαν. Από τα διαγράμματα XRD ταυτοποιήθηκαν οι κυρίαρχες χρωστικές στους δύο πίνακες ζωγραφικής. Ο υδροκερουσίτης και ο ζινκίτης ταυτοποιήθηκαν στην προετοιμασία και των δύο έργων, δηλαδή στο λευκό υπόβαθρο του πίνακα. Στα χρωματικά στρώματα του πίνακα Η ΟΜΟΝΟΙΑ αναλύθηκαν ο υδροκερουσίτης και πιθανότατα η ουλτραμαρίν, ενώ ο υδροκερουσίτης και ο αιματίτης στον πίνακα Ο ΟΡΦΕΑΣ ΣΤΟΝ ΑΔΗ. Η φασματοσκοπία Raman καθώς και η μικροσκοπική οπτική παρατήρηση των χρωματικών στρωμάτων έδρασαν καταλυτικά στην ανίχνευση πλήθους χρωστικών, όπως η ουλτραμαρίν, το κίτρινο και το πορτοκαλί του χρωμίου, το κίτρινο του καδμίου, η βερμιγιόν κ.α.. Παράλληλα, η FT–IR βοήθησε στην ταυτοποίηση της χρωστικής του πράσινου βιρίντιαν. Οι χρωστικές που ανιχνεύθηκαν στα δείγματα αντιπροσωπεύουν πλήρως τα χημικά στοιχεία που ήδη είχαν ανιχνευθεί στο σύνολο των δύο έργων με τις στοιχειακές μεθόδους, με αποτέλεσμα την όσο το δυνατόν πληρέστερη ανασύνθεση της χρωματική παλέτας. Η FT–IR ανέλυσε το συνδετικό μέσο των χρωστικών στον πίνακα Ο ΟΡΦΕΑΣ ΣΤΟΝ ΑΔΗ, που βρέθηκε να είναι το λινέλαιο. Το φάσμα της οργανικής ένωσης αποτελεί και το έναυσμα επιπρόσθετων μελλοντικών αναλύσεων σχετικά με τη γήρανση του συνδετικού μέσου, που πιθανότατα έχει επιταχυνθεί από τις υψηλές θερμοκρασίες της πυρκαγιάς. Όλες οι παραπάνω μελέτες παρέχουν την απαιτούμενη πληροφορία για την εξέταση της χρήσης laser για τον καθαρισμό των πινάκων, αφού απαιτείται ο προσδιορισμός των προς ακτινοβόληση υλικών για να αποφευχθούν μη αναστρέψιμες αλλαγές στην επιφάνεια των δειγμάτων. Δοκιμές καθαρισμού με διάφορους τύπους laser (Q:Switched Nd:YAG 1064 nm/532 nm/355 nm/266 nm/213 nm, TEA CO2 10.6 μm, Er:YAG 2.94 μm) πραγματοποιήθηκαν σε δείγματα και από τους δύο πίνακες με σκοπό την εύρεση των καταλληλότερων παραμέτρων του laser. Η αξιολόγηση των δοκιμών έγινε με την ΟΜ και τη SEM–EDS, μέσω των οποίων απορρίφθηκαν τα μήκη κύματος που είτε οδηγούσαν σε καταστροφή των υλικών π.χ. τήξη ή απανθράκωση, είτε δεν υπήρχε καμία αλληλεπίδραση μεταξύ της ακτινοβολίας και του υλικού. Τα μήκη κύματος με τα πιο υποσχόμενα αποτελέσματα αξιολογήθηκαν με την XRD ως προς την αποκάλυψη του καμβά. Το συμπέρασμα ήταν ότι τα καλύτερα αποτελέσματα παρέχονται από τα 532 και 355 nm με χαμηλές πυκνότητες ενέργειας, έτσι ώστε να είναι ελεγχόμενη η αφαίρεση των εξωτερικών στρωμάτων και συγχρόνως να προστατεύονται οι χρωστικές που επηρεάζονται από την ακτινοβολία. Οι παραπάνω προκαταρτικές δοκιμές ακτινοβόλησης με laser του πίνακα Ο ΟΡΦΕΑΣ ΣΤΟΝ ΑΔΗ αποκάλυψαν χρωματικά στρώματα, τα οποία διέφεραν πολύ σε χρωματική απόχρωση (κίτρινο χρώμα) από τη σημερινή οπτικά αντιλαμβανόμενη απόχρωση του πίνακα (κόκκινο χρώμα). Για αυτό και πραγματοποιήθηκε ψηφιακή μετατροπή του χρώματος σε ψηφιοποιημένη εικόνα του πίνακα, όπου το σημερινό του χρώμα αντικαταστάθηκε από το χρώμα που αποκαλύφθηκε μετά την ακτινοβόληση. Το αποτέλεσμα δεν απέδωσε στοιχεία εγκυρότητας μίας τέτοιας μετατροπής στα πραγματικά χρώματα, ωστόσο η πιθανότητα μετουσίωσης των χρωστικών, που θα οδηγούσε σε μία τέτοια αλλαγή χρώματος ελέγχθηκε και με την οπτική και την ηλεκτρονική μικροσκοπία σε τομές, όπου δεν παρατηρήθηκε καμία αλλοίωση ούτε στα χρωματικά στρώματα, ούτε στους κόκκους των χρωστικών. Η στρωματογραφική ανάλυση που πραγματοποιήθηκε, διαχώρισε πλήρως τα διαφορετικά χρωματικά στρώματα, με τις κίτρινες χρωστικές να εντοπίζονται στα εφαπτόμενα στον καμβά χρωματικά στρώματα, ενώ οι κόκκινες χρωστικές ανιχνεύονται στα εξωτερικά χρωματικά στρώματα. Ο καθαρισμός με laser συνεχίστηκε μόνο για τον πίνακα Ο ΟΡΦΕΑΣ ΣΤΟΝ ΑΔΗ, εξαιτίας της εκτεταμένης αλλοίωσης της εξωτερικής του επιφάνειας, απομακρύνοντας τα εξωτερικά αλλοιωμένα στρώματα και τις επικαθήσεις από την πυρόσβεση, αποκαλύπτοντας έτσι το εξωτερικό χρωματικό στρώμα των κόκκινων χρωστικών όπως αυτό παρατηρήθηκε σε τομές κατά την στρωματογραφική ανάλυση. Η μεθοδολογία καθαρισμού καθορίστηκε με βάση την ελάχιστη αλληλοεπικάλυψη παλμών και συγχρόνως την ομοιομορφία του αποτελέσματος. Η πυκνότητα ενέργειας προσδιορίστηκε στα 40 mJ/cm2, όπου οι χρωστικές προστατεύονται από φωτοθερμικά φαινόμενα. Ακόμη, ο ημι-συνεχής καθαρισμός που επιτυγχάνεται με τη σύγχρονη κίνηση του δείγματος ως προς την παλμική δέσμη, μειώνει χρονικά τη διάρκεια του καθαρισμού παρέχοντας ένα ομοιόμορφο αποτέλεσμα. Η δεύτερη κατηγορία που μελετήθηκε είναι τα νομίσματα, των οποίων ο καθαρισμός με laser εξετάζεται τις τελευταίες δεκαετίες., ωστόσο, τα αποτελέσματα των μελετών δεν έχουν μέχρι στιγμής ομαδοποιηθεί ώστε να δημιουργηθεί μία ενιαία μεθοδολογία δράσης για διαβρωμένα κράματα μετάλλων. Στην παρούσα μελέτη έγινε προσπάθεια ομαδοποίησης διαδικασιών και παραμέτρων laser αναλόγως του κράματος και της φθοράς του για τον σκοπό αυτό. Η αξιολόγηση καθαρισμών με laser που είχαν παλαιότερα λάβει χώρα στο ΕΜΠ, καθώς και η βιβλιογραφία, οδήγησαν στην μελέτη παραμέτρων που παρουσιάζονται ως αποδοτικότερες, όπως η χρήση laser με μήκος κύματος 1064 nm. Πρόκειται ωστόσο για ένα μήκος κύματος που αλληλεπιδρά με τα μέταλλα οδηγώντας σε φωτοθερμικά φαινόμενα. Για αυτόν τον λόγο έγινε προσπάθεια πρόβλεψης της επίδρασης της ακτινοβολίας επί του υλικού. Χρησιμοποιήθηκε ένα θεωρητικό μαθηματικό μοντέλο θερμοκρασιακής μεταβολής σε σχέση με το επηρεαζόμενο θερμικά βάθος και τον χρόνο, αναπτύσσοντας ένα υπολογιστικό μοντέλο σε περιβάλλον Matlab, τα αποτελέσματα του οποίου χρησιμοποιούνται για την αξιολόγηση της αποδοτικότητας της χρησιμοποιηθείσας πυκνότητας ενέργειας, ενώ παρουσιάζεται και η πυκνότητα ενέργειας κατά την οποία θα ξεκινήσει η τήξη του υλικού. Συνεπώς, το αναπτυχθέν μοντέλο προτείνει ένα ασφαλές εύρος πυκνοτήτων ενέργειας για την ακτινοβόληση μεταλλικών αντικειμένων. Η ορθότητα των αποτελεσμάτων του ελέγχθηκε πειραματικά σε προκαταρτικές δοκιμές σε κράματα χαλκού. Τα αποτελέσματα του υπολογιστικού μοντέλου αφορούν στον καθαρισμό καθαρού μετάλλου ή κράματος συγκεκριμένων περιεκτικοτήτων. Ωστόσο, η ύπαρξη στρωμάτων διάβρωσης και επικαθήσεων στην εξωτερική επιφάνεια των νομισμάτων, τροποποιεί εκ νέου το αποτέλεσμα. Για τον παραπάνω λόγο, και για τη συλλογή των νομισμάτων που επρόκειτο να καθαριστεί με laser, πραγματοποιήθηκαν χημικές αναλύσεις των υλικών της εκάστοτε επιφάνειας και η πληροφορία αυτή συμπεριλήφθηκε ώστε το εφαπτόμενο στρώμα στο κράμα του μετάλλου να διατηρείται μετά τον καθαρισμό. Ένα λεπτό στρώμα διάβρωσης ή οξείδωσης είναι σημαντικό να παραμένει ώστε να προστατευθεί το κράμα από περαιτέρω διάβρωση. Η εισαγωγή στο μοντέλο των φυσικών και θερμικών μεγεθών του κράματος, καθώς και των οπτικών μεγεθών του εφαπτόμενου στρώματος οδήγησε στην εξατομίκευση των αποτελεσμάτων για την εκάστοτε περίπτωση, αυξάνοντας την απόδοση και την ταχύτητα του καθαρισμού των νομισμάτων. Ο εντοπισμός των πειραματικών καθαρισμών σε συγκεκριμένα ασφαλή εύρη πυκνοτήτων ενέργειας οδήγησε στην ελαχιστοποίηση των καταστρεπτικών δοκιμών στο υλικό. Είναι αναμενόμενο βέβαια ο καθαρισμός με μία συγκεκριμένη πυκνότητα ενέργειας να μην έχει αποτέλεσμα σε όλα τα πειράματα κυρίως εξαιτίας του διαφορετικού πάχους της διάβρωσης και των επικαθήσεων που καλύπτει την επιφάνειά τους, π.χ. οι διαβρωμένες επιφάνειες μεγάλου πάχους απαίτησαν υψηλές πυκνότητες ενέργειας για την αρχική αποδόμηση του εξωτερικού στρώματος ενώ ο καθαρισμός τους συνεχίστηκε με χαμηλότερες πυκνότητες ενέργειας, ωστόσο, σε κάποιες περιπτώσεις και το αρχικό κράμα των μετάλλων επηρεάζει τις παραμέτρους του laser, όπως για παράδειγμα στα κράματα χαλκού – αργιλίου όπου απέδωσε η χρήση μεγάλης διατομής της δέσμης για να καθαριστεί ομοιόμορφα η επιφάνειά τους. Πέρα από την κατάλληλη ρύθμιση των παραμέτρων του laser για κάθε περίπτωση, και οι συνθήκες του καθαρισμού τροποποιούνται ανάλογα με το υλικό, για παράδειγμα κράματα χαλκού υψηλής περιεκτικότητας σε χαλκό (>95% wt.) απαίτησαν την εφαρμογή απιονισμένου ύδατος πριν από τον κάθε ημι-συνεχή καθαρισμό. Τα αποτελέσματα των πειραμάτων συγκεντρώθηκαν και παρουσιάστηκαν σε ένα ενιαίο διάγραμμα δράσης για τον καθαρισμό των νομισμάτων που εξαρτάται από το κράμα, το είδος του εφαπτόμενου στρώματος που έχει δημιουργηθεί, καθώς και το συνολικό πάχος της διαβρωμένης επιφάνειας. Η τρίτη και τελευταία κατηγορία που μελετήθηκε στηρίχτηκε μόνο στη χρήση των διαγνωστικών μεθόδων, οι οποίες πέρα από την αναγνώριση των υλικών και την αξιολόγηση των καθαρισμών με laser, δίνουν και την δυνατότητα ελέγχου της αυθεντικότητας των υπό εξέταση αντικειμένων. Γνωρίζοντας την ιστορία τους, γίνεται ακόμη πιο εύκολη και πιο αποτελεσματική η μετέπειτα συντήρησή τους, αποφεύγοντας υλικά ή τρόπους συντήρησης που θα επηρεάσουν ανεπανόρθωτα το υλικό. Στη συγκεκριμένη μελέτη αναλύονται αρχαία νομίσματα και εξετάζεται η αυθεντικότητά τους. Συγκεκριμένα, για τον έλεγχο της αυθεντικότητας του οκτάδραχμου του Μοσσέως, έγιναν οπτικές και χημικές αναλύσεις σε άλλα δύο νομίσματα της ίδιας περιόδου, ενός Βισαλτικού οκτάδραχμου και ενός οκτάδραχμου του Αλεξάνδρου Α’. Οι σημειακές χημικές αναλύσεις αλλά και οι χημικές χαρτογραφήσεις αποδίδουν υψηλές συγκεντρώσεις μολύβδου στο Βισαλτικό οκτάδραχμο, γεγονός που ήταν ιστορικά αναμενόμενα για ένα βαρβαρικό βασίλειο που δεν είχε εξελιγμένες μεταλλουργικές γνώσεις. Ωστόσο στο βασίλειο του Αλεξάνδρου Α’ το κύριο ζητούμενο ήταν η καθαρότητα του αργύρου το οποίο αποτελούσε και στοιχείο ευημερίας. Η καθαρότητα του κράματος από πλευράς μολύβδου αντικατοπτρίστηκε στις χημικές μας αναλύσεις. Οι υψηλές συγκεντρώσεις χημικών στοιχείων προερχόμενων από εδαφικά υλικά, καθώς και η συγκέντρωση χλωρίου προερχόμενη από τον κεραργυρίτη, προϊόν μακροχρόνιας διάβρωσης του αργύρου, οδηγούν στο συμπέρασμα της μακροχρόνιας ταφής του νομίσματος και της φυσικής διάβρωσης αυτού. Όσον αφορά στο οκτάδραχμο του Μοσσέως οι οπτικές και οι χημικές αναλύσεις παρέχουν αντικρουόμενα στοιχεία, τα οποία και δεν συμβαδίζουν με τα ιστορικά στοιχεία, τα οποία είναι και αυτά ελλιπή για τον συγκεκριμένο βασιλιά. Η μικροσκοπική παρατήρηση των τριών νομισμάτων εντοπίζει διαφορετικές υφές μεταξύ του οκτάδραχμου του Μοσσέως (λίγες ή καθόλου γραμμικές ατέλειες) και των άλλων δύο νομισμάτων (έντονες γραμμικές ατέλειες), πιθανότατα εξαιτίας μηχανικού καθαρισμού. Οι χημικές αναλύσεις οδηγούν στο συμπέρασμα ότι το οκτάδραχμο του Μοσσέως είναι ένα νόμισμα υψηλής καθαρότητας σε άργυρο, με την ξεκάθαρη παρουσία του κεραργυρίτη και συγχρόνως την ελάχιστη συγκέντρωση επικαθήσεων στην επιφάνειά του, που παραπέμπει στο ενδεχόμενο να έχει καθαριστεί χημικά αφού η έλλειψη γραμμικών ατελειών στην επιφάνειά του αποκλείει τον καθαρισμό με μηχανικά μέσα. Οι εξελιγμένες μεταλλουργικές δυνατότητες έρχονται σε σύγκρουση με τις μειωμένες τεχνικές δεξιότητες ως προς την κατασκευή των μητρών. Οι κατασκευαστικές αστοχίες γίνονται αντιληπτές ακόμη και μακροσκοπικά. Η λανθασμένη κατεύθυνση ανάγνωσης των γραμμάτων στον οπισθότυπο, αλλά και η ανυψωμένη λωρίδα, η κατεύθυνση των δοράτων κ.α. στον εμπροσθότυπο εγείρουν ερωτήματα σχετικά με την αυθεντικότητα του νομίσματος. Ως πιθανότερη εκδοχή παρουσιάζεται η σύγχρονη επικοπή του οκτάδραχμου του Μοσσέως σε αρχαίο νόμισμα πιθανότατα του Αλεξάνδρου Α’, γεγονός που καλύπτεται και από πλευράς βάρους των δύο νομισμάτων, με το νόμισμα του Μοσσέως να είναι βαρύτερο κατά 0.300 g. Ενώ στη συνέχεια το νόμισμα πιθανολογείται ότι διαβρώθηκε τεχνητά επεξηγώντας με αυτόν τον τρόπο την ύπαρξη του κεραργυρίτη χωρίς την παρουσία επικαθήσεων. | el |
dc.rights | Αναφορά Δημιουργού-Μη Εμπορική Χρήση-Όχι Παράγωγα Έργα 3.0 Ελλάδα | * |
dc.rights.uri | http://creativecommons.org/licenses/by-nc-nd/3.0/gr/ | * |
dc.subject | Ηλεκτρονική μικροσκοπία σάρωσης-Φασματοσκοπία ενεργειακής διασποράς | el |
dc.subject | Scanning Electron Microscopy-Energy Dispersive Spectroscopy | en |
dc.subject | Φασματοσκοπία Raman | el |
dc.subject | Raman spectroscopy | en |
dc.subject | Καθαρισμός με laser | el |
dc.subject | Laser cleaning | en |
dc.subject | Κωνσταντίνος Παρθένης, ζωγράφος | el |
dc.subject | Konstantinos Parthenis, artist | en |
dc.subject | Αυθεντικότητα αρχαίων νομισμάτων | el |
dc.subject | Authenticity of ancient coins | en |
dc.title | Ανάπτυξη μεθοδολογιών διάγνωσης, αποκατάστασης με laser, και ελέγχου της αυθεντικότητας αντικειμένων πολιτιστικής κληρονομιάς | el |
dc.title | Development of diagnostic procedures, laser restoration, and authenticity examination on cultural heritage objects | en |
heal.type | doctoralThesis | |
heal.classification | Εφαρμογές laser | el |
heal.classification | Laser applications | en |
heal.classification | Μικροσκοπία | el |
heal.classification | Microscopy | en |
heal.classification | Φασματοσκοπία | el |
heal.classification | Spectroscopy | en |
heal.language | el | |
heal.access | campus | |
heal.recordProvider | ntua | el |
heal.publicationDate | 2019-07-29 | |
heal.abstract | This research aims to the development of a unified methodology for the restoration of cultural heritage objects, such as paintings and coins. From the analyses of their condition, information is collected not only for an effective laser cleaning treatment, but also for the investigation of their authenticity. Initially, the special case of the burnt paintings of the Greek artist Konstantinos Parthenis is studied in order to reconstruct the artist’s palette and also examine the possibility of a laser cleaning process. The two paintings, which are examined, are entitled as CONCORDIA and ORPHEUS IN THE UNDERWORLD. They differ about the used painting technique. The first one is covered by a minimum amount of color, leaving large areas of the canvas uncovered. On the contrary, the second one is fully covered by a large amount of paint, and the painting layers seem thick and compact. Various diagnostic methods were used for the examination of both paintings. Initially, they were analysed in situ by using a portable XRF instrument, covering all the different shades of color on both artworks after their macroscopic observation and recognition. The detected chemical elements provide an indication for which pigments have been used in the paintings. Point analyses and chemical mappings were carried out by SEM–EDS on samples that they were provided to the National Technical University of Athens by the National Gallery. The use of more than one elemental diagnostic method yielded a more thorough chemical analysis. The previous methods, as referred above, provide an elemental information, thus, for the detection of the used pigments, structural and molecular methods were employed. Many mineral-derived pigments were identified using the XRD crystallography. Although this method is destructive because of the need of the sample preparation (pellet preparation), in this study, the samples were analysed as is. The dominant pigments of the paintings were identified from the XRD charts. The synthetic hydrocerussite and the zincite were analysed in the preparation layers, i.e., the white background, of both artworks. Furthermore, the synthetic hydrocerussite was also analysed in the paint layers of both paintings, while ultramarine was analysed in CONCORDIA and hematite in ORPHEUS IN THE UNDERWORLD. Raman spectroscopy and optical microscopy led to the detection of a large number of pigments, e.g., ultramarine, chrome yellow, chrome orange, cadmium yellow, vermillion etc. Additionally, viridian green was analysed by FT–IR. The same method also analysed the binding medium of the painting ORPHEUS IN THE UNDERWORLD, which is the linseed oil. The analysed spectrum of this organic compound is also the trigger for future analyses about the ageing of the binding medium, which seems to have been accelerated by the high temperatures of the fire. The information, which was provided by the above studies, was also used in the laser cleaning treatment, since it is necessary to identify in advance the materials that they are going to be irradiated by the laser in order to avoid irreversible changes in the objects’ surface. Various laser types (Q:Switched Nd:YAG 1064 nm/532 nm/355 nm/266 nm/213 nm, TEA CO2 10.6 μm, Er:YAG 2.94 μm) were used in order to assess the most appropriate laser parameters. The evaluation of the laser tests was carried out by OM and SEM–EDS, by which the wavelengths that either led to the destruction of the materials, e.g., melting or charring, or there was not any interaction between the laser irradiation and the material, were eliminated. The wavelengths with the most promising results were evaluated by the XRD method considering the uncovering of the canvas. The conclusion was that the best results are provided by 532 and 355 nm with low fluences, which result to a higher control of removing the outer layers and at the same time protecting the pigments from the irradiation. The aforementioned laser tests revealed a paint layer on the painting ORPHEUS IN THE UNDERWORLD, which greatly differs in color (yellow hue) from the current visual perception of the painting (red hue). Therefore a digital color conversion was made to a digitized picture of the painting, where its current color was replaced by the color that was revealed after the irradiation. The result did not yield any valid data of such a conversion to actual colors, however the probability of the chemical change of the pigments that would lead to such a color change was also evaluated by OM and SEM in cross-sections from the paintings, where no deterioration was observed in the paint layers and the pigments’ grains. The stratigraphic analyses support these observations with the complete separation of the chemical different paint layers, where the yellow pigments are observed in the paint layer, which is in touch with the canvas layer, while the red pigments are detected in the rest paint layers. Laser cleaning treatment was focused on the painting ORPHEUS IN THE UNDERWORLD (due to the extensive deterioration of its outer surface) by ablating the externally altered layers and the coatings from firefighting, revealing the outer paint layers, which are consisted by red pigments, as observed in the cross-sections during the stratigraphic analyses. The cleaning methodology was based on the minimum pulse overlapping and at the same time the uniformity of the result. The fluence was determined at 40 mJ/cm2, where the pigments are protected from the photothermal phenomena. Furthermore, the semi-continuous cleaning was achieved by the movement of the sample, when is irradiated by an adjusted frequency, reducing the duration of the cleaning and simultaneously providing a uniform result. The second studied category is the coins, for which the laser cleaning is being tested over the last decades, however, the results of the studies have not been grouped yet in order to create a unified methodology for the restoration of the corroded alloys. In the present study, the aim is to create definite procedures for the laser cleaning treatment of coins according to their alloy and their deterioration. The evaluation of the laser cleaning tests, which had already been performed in the NTUA, as well as the literature review led to the efficiency of the use of 1064 nm. It is, however, a wavelength that leads to photothermal phenomena. Therefore, the effect of the radiation to the material is going to be predicted theoretically. For this, a mathematical model was used in order to estimate the temperature change relative to the thermal penetration depth and the time. This model was developed in the Matlab environment, while the acquired results are used to evaluate the efficiency of the used laser fluence, as well as of the fluence, in which the melting of the material will begin. The developed model proposes a safe range of fluences for the irradiation of metallic objects. The accuracy of its results was tested experimentally on preliminary tests on copper alloys. The results of the computational model are related to the cleaning of pure metal or alloy of specific chemical composition. However, the existence and the thickness of corrosion layers and accretions on the surface of the coins modifies the acquired result. For the aforementioned reason, chemical analyses were performed on the coins’ corroded surface and this information was included in the theoretical calculations, in order to predict a more accurate value for the laser fluence for each case, and simultaneously maintain a thin layer of patina on the coin to prevent further corrosion. Thus, the inputs for the developed model were the physical and thermal constants of the alloy and the optical constants of the layer, which is in touch with the alloy. This individualization for each case increased the model’s efficiency, as well as the speed of the coins’ cleaning treatment. Moreover, focusing the experimental tests in specific safe ranges of fluences led to the minimization of destructive laser tests. However, the safe range of fluences for the mildly corroded alloys could not be expected to be applied to all the cases because of the different thickness of the corrosion and the accretions layers, e.g., the thick corroded layers require higher fluences from the theoretical ones in order to initially ablate the outer corroded layer, while the cleaning treatment is continued with the lower fluences. In some cases, the chemical composition of the alloy also affects the laser cleaning parameters, such as with the copper-aluminum alloy, where the use of a large spot size results to a uniform cleaning. Apart from the necessary adjustment of the laser parameters for each case, the cleaning conditions are also modified depending on the material, e.g., copper alloys with high copper concentration (> 95% wt.) require the application of deionized water before each semi-continuous cleaning treatment. The results of the experiments were collected and presented in a flow chart for the cleaning of coins which is dependent on the composition of their alloy, the thickness of the corrosion and accretion layers, and in some cases on the chemistry of the corrosion products. The third and final category was based solely on the use of diagnostic methods, which, in addition to the chemical recognition of the used materials and the laser cleaning evaluation, can also provide information for the authenticity of the under examination objects. The information, which is required through the diagnostic analyses, can also be used to their restoration, avoiding the use of materials or techniques that they could damage them. In this study, ancient coins are going to be examined. Specifically, the Mosses octadrachm is being examined by optical and chemical analyses, and it is also compared to a Bisaltai octadrachm and an Alexander I octadrachm, which are both from the same chronological period and they present similar types of coins. Point analyses and chemical mappings with the SEM present high Pb concentration on the Bisaltai octadrachm, which was historically expected for a barbarian kingdom, which had not any specialized metallurgical knowledge. However, in the kingdom of Alexader I, the main requirement was the purity of the Ag, which indicated the kingdom’s prosperity. This purity was verified through the chemical analyses. Moreover, high concentrations of soil-derived chemical elements, as well as the concentration of Cl from the chlorargyrite (AgCl – horn silver), lead to the conclusion of the long-term burial of the coin, where was naturally corroded. Regarding to the Mosses octadrachm, the optical and chemical analyses provided contradictory evidence, which are not in agreement with the historical facts, which are also limited for this particular king. The microscopic observation of the three coins identifies different textures between the Mosses octadrachm (few or not any linear defects) and the other two coins (severe linear defects), probably due to mechanical cleaning. Chemical analyses led to the conclusion that Mosses octadrachm is a silver coin of high purity, which is covered by chlorargyrite and the minimal concentration of soil accreations that it suggests the possibility of a previously done chemical cleaning treatment, while a cleaning treatment by mechanical means is rejected due to the lack of the linear imperfections. The specialized metallurgical capabilities are in conflict with the downgraded technical skills in the construction of the matrix for the minting of the coin. These technical failures are even perceived macroscopically. The wrong reading direction of the letters of the king’s name on the reverse side, as well as a raised area of the alloy, the direction of the spears etc. on the obverse side, are rising questions about the authenticity of the coin. The most likely version is the modern reminting of the Mosses octadrachm on an ancient one, probably an Alexander I octadrachm, which is also reinforced by the weight of the two coins, with the Mosses octadrachm to be the heavier one by 0.300 g. If this is true, then the coin had to be artificially corroded and this could explain the uniform presence of chlorargyrite without any accretions. | en |
heal.advisorName | Χατζηθεοδωρίδης, Ηλίας | el |
heal.advisorName | Chatzitheodoridis, Elias | en |
heal.committeeMemberName | Χατζηθεοδωρίδης, Ηλίας | el |
heal.committeeMemberName | Σεραφετινίδης, Αλέξανδρος | el |
heal.committeeMemberName | Άγγλος, Δημήτριος | el |
heal.committeeMemberName | Παπαγιάννης, Αλέξανδρος | el |
heal.committeeMemberName | Παπαευθυμίου, Σπύρος | el |
heal.committeeMemberName | Ζεργιώτη, Ιωάννα | el |
heal.committeeMemberName | Καρύδας, Ανδρέας-Γερμανός | el |
heal.academicPublisher | Σχολή Μηχανικών Μεταλλείων Μεταλλουργών | el |
heal.academicPublisherID | ntua | |
heal.fullTextAvailability | false |
Οι παρακάτω άδειες σχετίζονται με αυτό το τεκμήριο: