heal.abstract |
Η Ελλάδα είναι η χώρα όπου γεννήθηκε το θέατρο τόσον ως δραματουργική τέχνη όσον και ως αρχιτεκτονική ‘ποιητική’. Αποκορύφωμα και μαρτυρία αποτελεί το εν λειτουργία στις μέρες μας περιώνυμο ανά τον κόσμο αρχαίο θέατρο της Επιδαύρου. του 3ου π.Χ. αιώνα. Η μακραίωνη παύση έκτοτε στο αντικείμενο, τελειώνει με την ανασύσταση του Ελληνικού κράτους στο 19ο αιώνα, οπότε ο Ευρωπαϊκός νεοκλασικισμός εισβάλλει στην αρχιτεκτονική του τόπου μας∙ μεταξύ των κτιρίων εκείνης της εποχής συγκαταλέγεται και η κομψή παρουσία του Εθνικού Θεάτρου στην Αθήνα.
Σύντομα, με την έλευση του 20ου αιώνα και του μοντερνισμού στον τόπο μας, η νεοελληνική αρχιτεκτονική εμπλουτίζεται με εμβληματικά κτίρια που στεγάζουν την θεατρική τέχνη, όπως το θέατρο ‘Ρέξ’, το ‘Παλλάς’ κλπ. στην Αθήνα, το κτίριο της Εταιρείας Μακεδονικών Σπουδών στη Θεσσαλονίκη, και αλλού. Αυτή η κατηγορία κτιρίων ενώ χαρακτηρίζονται από την λιτότητα του κινήματος του μοντερνισμού, διατηρούν τις μνημειώδεις διαστάσεις της εποχής που είχε προηγηθεί, και εμφανίζονται καθ’ όλη την περίοδο του μεσοπολέμου. Όμως τα διακεκριμένα θέατρα της περιόδου εκείνης δεν είναι δυνατόν να καλύψουν τις αυξημένες ανάγκες της εποχής που θα ακολουθήσει μετά τον πόλεμο.
Η ραγδαία αύξηση του πληθυσμού στα αστικά κέντρα κυρίως λόγω αστυφιλίας, σε συνδυασμό με την εξέλιξη και την αγάπη του Έλληνα για το θέατρο, έχουν ως αποτέλεσμα τη δημιουργία πληθώρας νέων θεατρικών σκηνών στην μεταπολεμική Ελλάδα του μοντερνισμού. Δυο τάσεις παρατηρούνται στην περίοδο αυτή. Η πρώτη ενσαρκώνει το δόγμα του μοντερνισμού που συνοψίζεται στο μότο «less is more” (‘ούκ εν τω πολλώ το εύ’), και χρησιμοποιεί το περιορισμένων διαστάσεων ισόγειο ή υπόγειο νεόδμητων αστικών πολυκατοικιών για να χωρέσει τα νέα θέατρα της εποχής, όπως είναι το ‘Τζένη Καρέζη’ το ‘θέατρο Άλφα’ στην Αθήνα, και αλλού. Η άλλη τάση επιλέγει την ευρυχωρία του αυτοτελούς κτιρίου με χρήση αποκλειστικά το θέατρο. Παραδείγματα αποτελούν θέατρα που ανεγέρθησαν τότε υπό την αιγίδα του Υπ. Πολιτισμού σε διάφορες Ελληνικές πόλεις για να καλύψουν τις τοπικές ανάγκες.
Τις παραπάνω μαζικές εξελίξεις ακολουθεί η σύσταση της τότε Ελληνικής Ακουστικής Εταιρείας στα τέλη της δεκαετίας του 1970, που ανάμεσα στους στόχους της είναι η ευαισθητοποίηση στην ανάγκη για κατάλληλο ακουστικό
8
σχεδιασμό χώρων αυτού του είδους. Παράλληλα η ανάπτυξη και της εγχώριας βιομηχανίας δομικών υλικών για ακουστικές εφαρμογές στον τόπο μας, διαμορφώνουν και τροφοδοτούν την αρχιτεκτονική ποιητική του σύγχρονου θεάτρου ολοέν και περισσότερο.
Με την έλευση της νέας χιλιετίας, τα υλικά της εποχής του υπολογιστεί, τα ‘έξυπνα’ κτίρια και η ευελιξία που αυτά υπόσχονται, δίδουν νέα ώθηση στη
αρχιτεκτονική του θεάτρου παγκοσμίως. Ήδη στον τόπο μας απαριθμούμε παραδείγματα όπως οι χώροι θεατρικών εκδηλώσεων αντίστοιχα, στη Στέγη Γραμμάτων και Τεχνών του Ιδρύματος Ωνάση, και Ιδρύματος Σταύρος Νιάρχος, στην Αθήνα, κ.α.
Η παρούσα εργασία περιλαμβάνει φυσικές ακουστικές μετρήσεις καθώς και πειράματα αντίληψης της ακουστικής με θεατρόφιλο κοινό σε τρία Αθηναϊκά θέατρα δηλαδή στο θέατρο Pεξ από την εποχή του μεσοπολέμου και στα θέατρα Βέμπο και Ριάλτο από τον μεταπολεμικό μοντερνισμό.Οι φυσικές ακουστικές μετρήσεις αναδείξανε τις αρετές του Ελληνικού Θεάτρου δηλαδή τις μικρές αποστάσεις σκηνής – ακροατού (CompactDesign), τον εύστοχο σχεδιασμό ηχοπροστασίας και τέλος την χρήση βαθέων εξωστών.Διαπιστώνεται ανεπιθύμητη αύξηση των μπάσων εν γένει σε εμβληματικά θέατρα μεγάλου όγκου και αυτό σχολιάζεται περεταίρω. Στη συνέχεια, προέκυψαν από την ανάλυση τρεις ανεξάρτητοι Παράγοντες τις αντίληψης τις ακουστικής, χρησιμοποιώντας τη μέθοδο της Multi-DimensionalAnalysis (Ανάλυση Πολλών Μεταβλητών)/ Οι Παράγοντες που πρόεκυψαν ήσαν : F1(Γεμάτος-Λαμπρός), F2(Ευκρίνεια-Ακουστότητα), F3(Οξυφωνία-Διαπεραστικότηταα). Δεν κατέστη δυνατόν να ερμηνευτούν αυτοί οι παράγοντες με βάση τις φυσικές παραμέτρους που μετρήθηκαν γιά λογούς που αναλύονται στα οικεία κεφάλαια τις εργασίας. |
el |