heal.abstract |
Τα πλαστικά υλικά έχουν αλλάξει ριζικά τη σύγχρονη ανθρώπινη δραστηριότητα. Η ανθεκτικότητά τους, το χαμηλό κόστος τους και η αντοχή στη διάβρωση, σε συνδυασμό με το χαμηλό κόστος παραγωγής, συνετέλεσαν παγκοσμίως στην ανάπτυξη μιας μεγάλης βιομηχανίας παραγωγής τους. Ωστόσο η εξάρτησή τους από μη ανανεώσιμους πόρους και η εκτεταμένη τους συσσώρευση ως απορρίμματα είναι οι δύο κύριοι παράγοντες που έχουν προκαλέσει περιβαλλοντική σε παγκόσμια κλίμακα. Η μείωση των ζημιογόνων συνεπειών τους καθώς και η διατήρηση της χρηστικότητας τους για όσο το δυνατόν μεγαλύτερο διάστημα απαιτεί την μετάβαση σε ένα πιο βιώσιμο και αειφόρο μοντέλο παραγωγής και κατανάλωσης. Η βιοαποδόμηση των πλαστικών αποτελεί μια πολλά υποσχόμενη μέθοδο η οποία δύναται να ενταχθεί σε ένα μοντέλο κυκλικής οικονομίας. Σκοπός της παρούσας διπλωματικής εργασίας είναι η μελέτη της βιοαποδόμησης του πολυγαλακτικού οξέος (PLA), της πολυουρεθάνης (PU) και της πολυκαπρολακτόνης (PCL).
Αφού αρχικά αναλυθεί το θεωρητικό υπόβαθρο του θέματος, κατόπιν περιγράφεται η πειραματική διαδικασία. Τα παρθένα πλαστικά από τα τρία παραπάνω είδη κόπηκαν σε κομμάτια διαστάσεων 10 mm x 10 mm και εφαρμόστηκαν στην επιφάνεια τους οι εξής κατεργασίες οξείδωσης: ηχο-χημικές υψηλής (860 kH) και χαμηλής (20 kH) συχνότητας, κατεργασίες φωτο-oξείδωσης (ακτινοβολία UVA), συνδυασμοί των παραπάνω, καθώς και κατεργασία με πλάσμα. Οι εν λόγω κατεργασίες εφαρμοστήκαν ώστε η επιφάνεια των πλαστικών να καταστεί πιο επιδεκτική στην μικροβιακή πρόσφυση. Ακολούθως τα δείγματα τοποθετήθηκαν σε δυο ξεχωριστές υγρές καλλιέργειες μικροοργανισμών, όγκου 10 mL, των Pseudomonas knackmussii και Pseudomonas umsongensis. Κάθε δύο μέρες το θρεπτικό μέσο των καλλιεργειών ανανεωνόταν. Με το πέρας της βιοαποδόμησης τα δείγματα ζυγίστηκαν και έγινε χρώση τους με κρυσταλλικό ιώδες για την οπτικοποίηση του σχηματιζόμενου στην επιφάνεια βιοφίλμ. Κατόπιν το βιοφίλμ αφαιρέθηκε με τη χρήση του τασιενεργού SDS.
Τα δείγματα που εμβολιάστηκαν με τον P. Umsongensis παρουσίασαν μια μικρή αύξηση βάρους της τάξης του 1 %, συνεπώς δημιουργήθηκε βιοφίλμ στην επιφάνεια τους, ωστόσο δεν αποδομήθηκαν. Τα δείγματα PLA που εμβολιάστηκαν με τον P. Knackmussii παρουσίασαν μια μικρή μείωση βάρους, με τη μέγιστη να είναι 0.64 %. Ωστόσο αυτή η μείωση κρίνεται πως είναι κοντά στο όριο του σφάλματος. Στα δείγματα PU που εμβολιάστηκαν με τον P. Knackmussii, διμιουργήθηκε βιοφίλμ, ωστόσο σε κάθε περίπτωση παρατηρήθηκε αύξηση βάρους. Τα δείγματα PCL που εμβολιάστηκαν με τον P. Knackmussii παρουσίασαν μείωση βάρους 3.3 % κατά μέσο όρο στο πρώτο πείραμα και 0.6 % κατά μέσο όρο στο δεύτερο πείραμα. Στο τρίτο πείραμα με τον εν λόγω μικροοργανισμό, όπου εφαρμόστηκε ταχύτερη ανάδευση κατά την επώαση των καλλιεργειών, παρατηρήθηκε μείωση βάρους 0.83 % για το κατεργασμένο με πλάσμα και το συνδυαστικά κατεργασμένο με υπερήχους υψηλής συχνότητας και ακτινοβολία UVA δείγμα.
Οι τεχνικές που χρησιμοποιήθηκαν για το χαρακτηρισμό των επιφανειών είναι η Φασματοσκοπία Υπερύθρου (FT-IR) για την ανίχνευσή δομικών μονάδων ή δεσμών, το CLSM και η Οπτική Μικροσκοπία για την μελέτη της τραχύτητας των δειγμάτων καθώς και τη λήψη εικόνων υψηλής ευκρίνειας της επιφάνειας των δειγμάτων. Επιπλέον έγινε χρήση φασματοφωτόμετρου για τη μέτρηση της απορρόφησης των κυττάρων στα 600 nm και την εκτίμηση του ρυθμού που μεγαλώνουν. Τα φάσματα Υπερύθρου των κατεργασμένων δειγμάτων εμφάνισαν νέες κορυφές που υποδεικνύουν την ύπαρξη καρβοξυλίου ή ενώσεων αζώτου και δεν εμφανίζονται στα ακατέργαστα PLA και PCL. Αυτές πιθανόν οφείλονται σε βακτηριακή ή ενζυμική δράση. Τα αποτελέσματα του CLSM έδωσαν εν γένει υψηλές τιμές τραχύτητας σε σχέση με ένα ακατέργαστο δείγμα. |
el |