heal.abstract |
Το αντικείμενο της παρούσας διατριβής αφορά στο « ορχηστικό μέλος » του Διθυράμβου κατά τον 7ο π.Χ. αι., όπως επίσης στη σχέση του Διθυράμβου με μία πρώιμη λατρεία του Διονύσου και τις απαρχές του δράματος.
Ο Διθύραμβος είναι ένα αυτοσχέδιο λατρευτικό κύκλιο ορχηστικό άσμα, το οποίο εικάζεται ότι γεννήθηκε στις αρχές του 7ου αι. π.Χ. Η παλαιότερη αναφορά του βρέθηκε σε απόσπασμα του Αρχίλοχου ( γύρω στο 665 π.Χ.) ο οποίος τον συνέδεσε με την λατρεία του θεού Διονύσου και τον πρωτοπαρουσίασε ως τραγούδι στην Πάρο, στο οποίο τραγουδούσε ο ίδιος ως κορυφαίος μίας ομάδας (Pickard - Cambridge (1962, σ.58).
Mε βάση τις αναφορές του Ηρόδοτου την τεχνική του Διθυράμβου εξελίσσει ο Αρίων, ακμάζων στην Κόρινθο το 624 π.Χ., ο οποίος συγκροτεί τον πρώτο κύκλιο διθυραμβικό χορό από πενήντα άντρες άδοντες σε τάξη κατά στροφές και αντιστροφές και διαχωρίζει σε αυτόν το μέρος του χορού και το μέρος του εξάρχοντα, μετατρέποντάς τον σε έντεχνο είδος - Ο Ηρόδοτος αποδίδει στον Αρίωνα την εύρεση, σύνθεση και διδασκαλία του Διθυράμβου, αλλά η επινόησή του θα μπορούσε να εννοηθεί και ως ανανέωση του είδους (Αθανασάκη 2009, σ. 16).
Σύμφωνα με τον Αριστοτέλη ( 384 -322 π.χ.) οι ρίζες της τραγωδίας και η γένεση του δράματος προέρχεται από τους «Εξάρχοντες τον Διθύραμβο», οι οποίοι κατά την συνηθέστερη πρακτική κάνουν την Αρχή στο τραγούδι, ή στον παιάνα και απαντά ο χορός, ή επαναλαμβάνει την επωδό. Ο έξαρχος (auctor , soliste) είναι ο πρόδρομος του ηθοποιού ο οποίος κάνει διάλογο ή και συγκρούεται με τον χορό (αρχ. αποκρίνεται - υποκρίνεται) (Aριστ. Περί Ποητικής IV 2).
Ο Διθύραμβος αποδίδεται και ως όνομα μέλους προς τιμή του Διονύσου, άλλως καλούμενου: «Βάκχου», όπου η ρίζα της ονομασίας Βάκχος, δηλαδή: « Ίακχος» δηλώνει και μία ιαχή. Ο Διόνυσος αναφέρεται και, ως: «Διθυραμβογενής», ονομασία η οποία υποδηλώνει αυτόν που έφτασε στις πύλες της γέννησης δύο φορές (« ο δις θύραζε βεβηκώς»), μία από τη θνητή μητέρα του Γη και μία από τον μηρό του θεϊκού πατέρα του Δία, (Αριστ.Βατρ. 398), (Ευρ. Βάκχ.1993, Σχόλια, σ.212). Σχετικά, επίσης, με την ετυμολογία του Διθυράμβου, ο Πίνδαρος γράφει αντί αυτής τη λέξη: «Λυθίραμμος», εκ των λέξεων: «λύθι» (λύζω) και « ράμμα», η οποία περιγράφεται, επίσης, ως μία κραυγή την οποία ο Βάκχος εξέπεμψε όταν ήταν ραμμένος στον μηρό του πατέρα του Δία. Εξαιτίας της ως άνω ερμηνείας ο Βάκχος αναφέρεται και ως : «μηρογέννητος».
Η ανάπτυξη της εργασίας στηρίζεται στην ευρύτερη επεξήγηση και ερμηνευτική προσέγγιση της συγκεκριμένης ετυμολογίας. Ο όρος: «Διθύραμβος » παραμένει ωστόσο ακόμα αινιγματικός (Pickard - Cambridge (1962, σ.58).
Σκοπός της έρευνας είναι να εξετάσει τους όρους της αρμονικής ανάπτυξης του Διθυράμβου, στις αρχές του 7ου αι. π.Χ., συσχετίζοντας το κύκλιο ορχηστικό μέλος, τόσο με την δομική οργάνωση αυτοδημιουργούμενων αρμονικών oργανικών συστημάτων, όσο και με μία πρώιμη μορφή αρμονικής μουσικής κλίμακας, η οποία αντιστοιχεί επίσης σε κυκλικό χρόνο. Η θεωρητική αντίληψη για την Αρμονία στηρίζεται σε αρχαίες θεωρήσεις Βαβυλωνιακής και Αιγυπτιακής προέλευσης (Κilmer A. 1971/ M.L.West, 1994 / Effat et al, 1996), του Αναξίμανδρου (611-545) π.Χ., του Πυθαγόρα ( 580 – 496 π..Χ ), Προσωκρατικών φιλοσόφων του 6ου αι. π.Χ. (Ηράκλειτος, Εμπεδοκλής), του Αριστόξενου του Ταραντίνου (370-304 π.Χ.), ή νεότερα σε απόψεις του Βιτρούβιου (1ος αι. π.Χ.) , του M.Γκίκα (1881-1965), αλλά και σύγχρονων επιστημονικών θεωριών. Κατά τους Βιτρούβιο και Γκίκα η Αρμονία συνιστά ένα αρχετυπικό κοσμικό σύστημα αναλογιών των διαφόρων επί μέρους στοιχείων στο σύνολο ενός οργανικού συστήματος, ρυθμιζόμενο από μία δυναμική συμμετρία στον χώρο και μία μουσική ευρυθμία στον χρόνο. (Βιτρούβιος I, 25 σ. 51,95 / Ghyka,1977, ix).
Επιπρόσθετος στόχος της εργασίας είναι να καταδείξει το μυθολογικό περιβάλλον που σχετίζεται με την γέννηση της προφιλολογικής μορφής του Διθυράμβου, καθώς τα υπάρχοντα στοιχεία για τον Διθύραμβο - όπως ο βίος του πιθανού δημιουργού του Αρίονα - κινούνται ανάμεσα στην Ιστορία και τον Μύθο.
Οι δύο αυτοί στόχοι οι οποίοι ορίζουν τον σκοπό της έρευνάς μας αλληλοσυμπληρώνονται υποδεικνύοντας και τον τρόπο προσέγγισης της αρμονικής διερεύνησης.
Μελετούμε αρχικά τις αναφορές του Διθυράμβου ως : «Φρυγίου Μέλους», εναρμονισμένου κατά την «Φρύγιa Αρμονία» συνοδευόμενου από αυλούς. Ερευνούμε επίσης τη μυθολογική συνάφεια του Διθυράμβου, με τελετουργίες της οργιαστικής λατρείας της πανάρχαιας Θεότητας Μητέρας Γης – Φρύγιας Κυβέλης.
Η θεά Γη, η οποία αποτελεί και το επίκεντρο όλων των μυστηρίων, συνδέεται με την φύση, ενώ η βλάστηση προσωποποιείται με την μορφή ενός «θείου βρέφους» που γεννιέται και πεθαίνει, όπως η εποχική αναγέννηση. Καθώς εικάζεται ότι η οργιαστική λατρεία της Φρύγιας Κυβέλης εισάγεται από την Φρυγία στην Κρήτη, διερευνούμε στη συνέχεια τον συσχετισμό του Διθυράμβου με την λατρεία ενός βλαστικού «νεκρανασταινόμενου» θεού, του Κρηταγενούς Διός (Ζώης, 1996, σ.184). Ο συγκεκριμένος θεός αποτελεί θρησκευτικό κεντρικό σημείο των Φρυγών αποικιστών στην Κρήτη. Aναφερόμενος μυθολογικά και ως: « Κρόνειος Κούρος » έρχεται επικεφαλής των κουροτρόφων ακολούθων του, υιών της Γης και του Κρόνου, ως «Απάρχων ορχηστής», ενσαρκώνοντας το βλαστικό πνεύμα του χρόνου, τον Δαίμονα Ενιαυτό. Μεταφερόμενη η μορφή του θεού στις ενιαύσιους ( ετήσιες ) μεταμορφώσεις της φύσης, γίνεται η προσωποποίηση των χαρμόσυνων πανηγύρεων κατά την άνοιξη και του πόνου και πένθους κατά την χειμερινή της παρακμή. Σύμφωνα με την Jane Harrison ο Διόνυσος είναι μία παραλλαγή του Ενιαύσιου Δαίμονα και στις εαρινές λατρευτικές πράξεις προς τιμή του Δαίμονα, εντοπίζονται οι απαρχές του Διθυραμβικού ορχηστικού άσματος (Harrison,1999, σ.133/ 2003,σ.15/ 1997, σ.12).
Ο ενιαυτός – λέξη προερχόμενη από το εμπρόσθετο « ενι-αυτώ » είναι αυτός που τελεί κύκλο γύρω από τον εαυτό του και επανέρχεται στο ίδιο σημείο μετά πολλής διατριβής « ο τελών του εαυτού κύκλον, ο εις το αυτό κατά μακράν περίοδον μετά πολλής διατριβής περιερχόμενος και τελειούμενος», (Ομ. Οδ.Α.16). Στην παρούσα εργασία τον συμβολισμό του Ενιαυτού προσεγγίζουμε σύμφωνα με μία διττή ερμηνεία, δηλαδή τόσο ως έτους, όσο και ως μίας ευρύτερης περιοδικής χρονικής μονάδας πυθαγόρειας προέλευσης, αναφερόμενης ως: «Μεγάλος Ενιαυτός».
Σύμφωνα με την πρώτη ερμηνεία ο Ενιαυτός συμβολίζεται με Δαίμονα, ο οποίος πεθαίνει και αναγεννάται ως πνεύμα του Έτους, όταν ο Ήλιος διατρέχει όλο τον κύκλο του Ζωδιακού σε έναν χρόνο. Σύμφωνα με την δεύτερη ερμηνεία ο όρος αυτός, καλούμενος και ως: «Το μέγα Πλατωνικό έτος, ή Μετάπτωση των Ισημεριών», ορίζεται ως ο μέγιστος χρονικός κύκλος τον οποίον διαγράφει δια του Βορείου πόλου του άξονά της η Γη, προκειμένου να εκτελέσει τον κύκλο του Ζωδιακού και να επιστρέψει στο σημείο εκκίνησής του κατά την ανάδρομη φορά σε μία χρονική περίοδο περίπου 26.000 ηλιακών ετών. Κατά την περίοδο του Μεγάλου Ενιαυτού γεννιέται ένας εύρυθμος συντονισμός των πλανητών, ο οποίος “συνθέτει” μία Αρμονική Μουσική κλίμακα οριζόμενη κατά Πυθαγόρα, ως ένα μουσικό σύστημα οκτώ φθόγγων ( ή διαπασών), βάσει των οποίων είναι διατεθειμένες οι ουράνιες σφαίρες ( Φιλόλαος σ.66 Βοικχ., Νικομ. Εν Mus. Velt σ.17, Πλουτ.2.1145 Α). Σύμφωνα και με τον Πλάτωνα το μουσικό αυτό σύστημα περιγράφεται με την φράση: «..από τους οκτώ τόνους γεννιέται μία αρμονική συμφωνία» (εκ πασών οκτώ ουσών μίαν αρμονίαν ξυμφωνείν») (Πλάτων Πολιτεία 617b 6-7/ Τίμαιος 39 D).
Ο «κύκλος του Ενιαυτού» αναφέρεται στην αρχαία ελληνική γραμματεία και ως: «ιερός κύκλος» συμβολίζοντας στην αρχαία σκέψη και ένα «περιφραγμένο τόπο προς όρχηση (ορχήστρα) στον οποίον γίνονται οι χοροί (Ομ.Οδ. Θ260) Αισχ. Αποσπ.407/ Αριστοφ. Αποσπ. 247).
Mε βάση τη συνάφεια της περιοδικής μονάδας του «Μεγάλου Ενιαυτού» με την γέννηση μίας Αρμονικής κλίμακας και σύμφωνα με τις αναφορές του Ηρόδοτου, σχετικά με τον διαχωρισμό του πεντηκονταμελούς Διθυράμβου στο μέρος του χορού και στο μέρος του εξάρχοντα από τον Αρίονα, μία πρόσθετη επιδίωξη της παρούσας μελέτης αποτελεί η κατάδειξη του συμβολισμού της περάτωσης του «Μεγάλου Ενιαυτού» με έναν επαναγεννημένο Θεό, ερχόμενο επικεφαλής του Διθυραμβικού θιάσου του, ως «Απάρχων Εναρμονιστής Ορχηστής».
Ο Ησίοδος τον 8ο αι. π.Χ. είναι ο πρώτος που αναφέρεται στο φαινόμενο του Μεγάλου Ενιαυτού προμηνύοντας με το τέλος του την επιστροφή του Διός ( Ησίοδος, Θεογονία 453-506 ).
Μία διαδικασία εναρμόνισης λαμβάνει χώρα και στις τελετουργίες της Θρακοφρυγικής Κυβέλης με τα μουσικά όργανα : ρόμβους, κώνους, στροβίλους, βέμβυκες, ή ίυγγες. Η περιδίνηση των οργάνων που ταυτίζεται και με τη γέννηση μίας στροβιλώδους όρχησης των ακολούθων της θεάς, και κουροτρόφων του νηπίου Θεού, οι οποίοι αναφέρονται και ως: «καρκίνου στρόβιλοι», ή «κίρκινος κύκλος» (Πλάτων, Νόμοι 790d), σχετίζεται επίσης με την βακχική λατρεία και τον Διθύραμβο.
Τα δρώμενα συνοδεύονται και από θρηνητικά αυλητικά άσματα, όπως είναι το μέλος: «σχοινίων», τα οποία μιμούνται:
• α. την τροχιά και τις φωνές αποδημητικών, ή διαφόρων πτηνών, όπως: σχοινίων,
ίυγξ, ή σεισοπυγίς, χελιδόνι, τροχίλος, οίστρος ή
• β. έναν θρήνο για τον χαμό της παλαιάς Σελήνης και το κάλεσμα της νέας - αυτή είναι και η ερμηνεία της μεταγενέστερης λέξης: «καλάνδαι» (< λατ. Calo luna novella)
συμβολίζοντας τα πάθη του Δαίμονα Ενιαυτού, κατά τα οποία διώκεται ένας θνήσκων θεός - παλαιός χρόνος και λαμβάνει χώρα η υποδοχή ενός νέου. Κατά τον Πίνδαρο το μέλος; «σχοινίων» συνδέεται με την πρώιμη φάση του Διθυράμβου.
Ο θρηνητικός αυλητικός ήχος αντιστοιχεί σύμφωνα και με τον Αριστοτέλη σε έναν θεμέλιο φθόγγος στους αυλούς, καλούμενο: «βόμβυξ», ο οποίος βρίσκεται στον αντίποδα ενός οξύτερου φθόγγου, μίας υψίφωνης μελωδίας, η οποία αντιστοιχεί στην «ουλομέλεια του ουρανού», ή στην «Αρμονία των Ουρανίων Σφαιρών», ορίζοντας μία μουσική κλίμακα (Αριστ.Μετά τα Φυσ.3 1093 b / / Περί Ουρανού Β 290b 20, 291a 8/ Περί Ψυχής 407b 33) .
Με βάση τις αναφορές του Αριστοτέλη, αλλά και του Πινδάρου, ή και μυθολογικές ερμηνείες, συμπεραίνουμε τη συγγένεια του Διθυράμβου με τα γονιμικά άσματα, όπως το αυλητικό μέλος: « σχοινίων» και διαπιστώνουμε επίσης τον συσχετισμό τους με μία πρώιμη μορφή αρμονικής κλίμακας.
Δεδομένης και της Πυθαγόρειας θεωρίας της μουσικής αρμονίας των σε κύκλο φερόμενων ουρανίων σωμάτων, επιβεβαιώνουμε, ότι η στροβιλώδης όρχηση των ακολούθων της Μητέρας Γης, ή η «οιστροδίνητη και οιστροδόνητη» όρχηση των Βακχών Μαινάδων των διονυσιακών οργίων, ή και ο κύκλιος χορός Διθύραμβος, αναφερόμενος και ως: «μύωψ βοηλάτης κινητήριος» που εγείρει οίστρο και βοή, αντικατοπτρίζουν, επιπρόσθετα, τον εύρυθμο συντονισμό της αρμονικής κίνησης των ουρανίων σωμάτων κατά την περάτωση της περιοδικής μονάδας του Μεγάλου Ενιαυτού, ο οποίος συμβολίζει έναν αρχέγονο κύκλιο χορό αναφερόμενο και ως: «ιερό κύκλο» (Αριστ. π. Ουραν.2, 9,3 / («δια της σφαίρας όρχηση») (Λουκιανός περί Όρχ. 8)/ (Αισχ. Ικ. 307, 730 / Αγ.1349 / Πλατ. Απολ. 30Ε / Πινδ. Ο. 13,26), «μύωψ» =οίστρος / βοή = βοή, θεραπεία, επικουρία θεού).
«Ο Λουκιανός αναφέρεται επίσης στη σύζευξη των πλανητών και στη θέση των αστεριών, ως πηγή δημιουργίας ενός χορού που ακολουθεί τις ουράνιες θέσεις (Λουκιανός, περί ορχ. 7, 34). Ενδέχεται και ο σπειροειδής λαβύρινθος να αποτελεί μεταγενέστερη δημιουργία που απλά ακολούθησε τις κινήσεις των αστεριών, τις οποίες, μεταξύ άλλων, οι Κρήτες μετέτρεψαν σε χορευτικές κινήσεις που αποτυπώθηκαν έπειτα σε γραμμές δημιουργώντας τον λαβύρινθο (Ξηρουδάκη, Μ, 2021, σ.18)
Τα προαναφερόμενα στοιχεία αναδεικνύουν ως επόμενο ερευνητικό σκοπό, την προσέγγιση του συμβολισμού της γέννησης ενός οιστροδίνητου στροβιλοειδούς χορού, ως θεμελιώδους συνθήκης της ύπαρξης. Αποδεικνύουμε ότι η γέννηση ενός οιστροδίνητου χορού μεταφερόμενη στα ενδότατα του ανθρώπου, αποτελεί μία αρμονική εστιακή διευθύνουσα Αρχή ενός όντος, και διερευνούμε την χωρική της θεώρηση ως «Εστίας». Σύμφωνα και με την πλατωνική αντίληψη η έννοια της "εστίας" αποδίδεται τόσο ως: «θεμέλια ουσία, όσο και ως ώθηση ( «εστία - ουσία – ώσις», Πλάτων, Κρατύλος 401a c,d,e), ενώ η γέννηση του οίστρου αφυπνίζεται κατά την Σωκρατική σκέψη, ως ψυχικό πάθος και παρασύρει στη φιλοσοφική μανία, μαντεία, βακχεία, αλλά και σε μία εσωτερική περιδίνηση μέσω της οποίας επιτυγχάνεται εποπτεία του θείου ( «Η ψυχή οιστρά και οδυνάται», Πλάτων, Φαίδρος 251 D).
Ερευνώντας την χωρική θεώρηση της έννοιας της εστίας, διαπιστώνουμε, ότι μέσω της εσωτερικής περιδίνησης του όντος προβάλλεται ένας θεμέλιος άξονας και ένα κέντρο στροβίλου. Η εμβολή ενός άξονα αντί θεμελίου η οποία επιτρέπει την επικοινωνία γης και ουρανού, αλλά και των τεσσάρων κατευθύνσεων του χώρου με το κέντρο, συνδέεται στις αρχαίες ιερουργίες με την "τελετουργία προσανατολισμού", μέσω της οποίας εγκαινιάζεται ένας ιερός χώρος. (Heidegger , 2008, σ.33), ( Eliade, 1999, σ.348) ( Vernant, 1989 / Norberg-Schulz, 2009).
Διαμέσου της θεμελίωσης ενός άξονα, τον οποίον μπορεί κανείς να ερμηνεύσει και, ως ομφαλό, γαλαξία, ή ως έναν στύλο - Άτλαντα, πραγματώνεται η υπέρβαση της ανθρώπινης υπόστασης εγκαινιάζοντας και την ίδρυση μίας εστίας, αναφερόμενη, επίσης, ως " μεσ – όμφαλη εστία", η οποία φέρει «ομφαλόν» στο μέσον. Τα θεμέλια συνιστούν ένα φυλαγμένο Αρχείο στους κόλπους της Γης από το οποίο αναπτύσσεται και εξαπλώνεται ένας νέος κόσμος, όπως το έμβρυο αναπτύσσεται από τον ομφαλό του. Αυτή είναι και η συμβολική απόδοση της «μεσόμφαλης εστίας», ως: «χθόνιου εστιακού βωμού» ( Αισχ. Ικ. 372/Ευρ. Μηδ.396).
Η Εστία εμψυχώνει και την Μητέρα Γη που ενστερνίζεται μέσα της τις ανθρώπινες γενιές και τη δύναμη της νέας βλάστησης και γίνεται η επιχθόνια θεά δια μέσου της οποίας ριζώνει ο "οίκος" στη Γη, ως το "πνεύμα του τόπου" συμβολοποιημένο με τον Δαίμονα Ενιαυτό ("genius loci") ( Vernant, 1989, σελ. 157 ), ή με την παλιγγενεσία ενός θεού. Ο Κλήμης ο Αλεξανδρεύς γράφει: « Σημαίνει δε ο Στύλος το ανεικόνιστον του Θεού..» (Clement Al. Strom.p.909), ο οποίος αποδίδεται και με την αρχαϊκή απεικόνιση του Διός – Διονύσου (Mayassis S. 1964, Τόμ.2, σ. 279 / Κούρος, Π. 1999, σ.239, 285) (Παράρτημα 1, σ. 300)
Εξετάζοντας επιπρόσθετα τις ακόλουθες περιπτώσεις:
• Γονιμικά δρώμενα της Μινωικής Μεγάλης Μητέρας Γης, Ρέας, τα οποία συνδέονται με τελετουργίες συγκομιδής στους νεκρούς («πανσπερμία»), κατά τις οποίες τελούνται προσφορές στους κρητικούς «κέρνους» , συνοδευόμενες και από μία «κερνοφόρο όρχηση» των Κορυβάντων, ακολούθων της Ρέας. Η κυκλική στροβιλώδης όρχηση ελάμβανε χώρα, στην Μινωική Κνωσσό, σε ειδικούς κυκλικούς χώρους - πλατφόρμες Το είδος αυτό της όρχησης πιστεύεται ότι αποτελούσε και προπαρασκευαστικό δρώμενο των Ελευσινίων μυστηρίων (– κέρνοι προσφορών βρέθηκαν σε τύμβους). (Warren, 1984, p.321, 322) ( Chapoutier F.1928). (Lawler , 1951) / ( Xanthoudides, 1905) .
• Αρχαία έθιμα Ετρουσκικών τελετών καθιέρωσης μίας περιοχής για την ίδρυση άστεως αφιερωμένης στη Ρωμαϊκή θεά Εστία, ως τόπου κατάθεσης της συγκομιδής των πρώτων καρπών στους νεκρούς («απαρχαί»), η οποία λαμβάνει χώρα βάσει μίας τελετουργικής κυκλικής οριοθεσίας και μίας πρωτογενούς κύκλιας αυλάκωσης (sulcus primigenius)
• Την πινδαρική αναφορά του κύκλιου Διθυράμβου ως: "βοηλάτη" που σημαίνει: « ελαύνω, δηλαδή οδηγώ βόες» και δηλώνει επίσης ένα αλώνι, ως τον κυκλοτερή τόπο στον οποίον οι βόες αλωνίζουν τον σίτο
• Την περιγραφή της πρώιμης μορφής ορχήστρας θεάτρου ως αλώνιον. Ένας τέτοιος χώρος ιδρύεται στον χώρο της Αρχαίας Αγοράς στην Αθήνα τον 6ο αι. π.Χ. ( Oliver Taplin, 1988, σ. 16 / Χουρμουζιάδης, 1991, σ. 48, 58 / K.J.Dover , 1989, σ. 38 / Γεωργοπαπαδάκος, 1977, σ. 97)
• Την θεώρηση της ορχήστρας ως τόπου προγόνων, σύμφωνα με την αριστοτελική φράση: "Όταν καλύφθηκαν οι ορχήστρες με άχυρα έγιναν οι χοροί.."( Αριστ. Προβλ.). Η φράση αυτή μαρτυρά, πρώτον, ότι η ορχήστρα συνδέεται με ένα αλώνι και δεύτερον, ότι η ορχήστρα ήταν τόπος αφιερωμένος στον αρχέγονο κόσμο των προγόνων , καθώς τα άχυρα συμβολίζουν τους αποθνήσκοντες προγόνους, ο οποίος χρήζει «κάθαρσης» (Λουκ.3,17). Η περιγραφή της υπερπλήρωσης της ορχήστρας με άχυρα γεννά επίσης και την αρχή της κίνησης, η οποία αποδίδεται και ως όρχηση, σύμφωνα με την αρχαιοελληνική έννοια της λέξης: « σαλάσσω», η οποία σημαίνει τόσο: «υπερπληρώ, ή συνωστίζομαι, όσο και σείω, ή δονούμαι» .
Οδηγούμαστε στη θεώρηση του συμβολισμού της «μεσόμφαλης εστίας » με τον κυκλοτερή χώρο ενός αλωνιού, στον οποίον οι βόες αλωνίζουν τον σίτο, ως τόπου τέλεσης και του «κύκλιου βοηλάτου Διθυραμβικού χορού» (Πινδ. Ο. 13,26), αλλά και με μία πρώιμη μορφή ορχήστρας θεωρούμενη επίσης ως έδρα προγόνων.
Βάση των άνω στοιχείων προτείνουμε μία αρμονική χάραξη της «μεσόμφαλης εστίας» με θεμέλιο άξονα τον Γαλαξία, μυθολογούμενο επίσης κατά τους Πυθαγορείους και ως: «οδό των ψυχών». Η σχεδιαστική πρόταση, που προσιδιάζει στον «Γαλαξιακό κύκλο», ο οποίος απαρτίζεται από τέσσερεις αρμονικά αναπτυσσόμενους σπειροειδείς βραχίονες, συνίσταται αντίστοιχα από τέσσερεις «μεσόμφαλες» αρμονικές σπείρες ιωνικού κιονόκρανου, οι οποίες σημειώνουν προς τις τέσσερις κατευθύνσεις περιστροφική συμμετρία και χαράσσονται εντός ηλιακού κύκλου που έχει προκύψει βάσει μίας τελετουργίας προσανατολισμού. Εφαρμόζοντας τη μέθοδο χάραξης στα μέλη του αρχαίου θεάτρου της Επιδαύρου επαληθεύονταιοι διαστάσεις τους, όταν η ακτίνα του ηλιακού κύκλου έχει αριθμητική αξία = 2Φ, όπου Φ =1,625 cm ( χρυσός αριθμός). Η δομή της ορχήστρας των θεάτρων είχε συνήθως διάμετρο περίπου 20 μέτρων όπως και η ορχήστρα του θεάτρου της Επιδαύρου έχει περίπου την ίδια διάμετρο των 19.50 μέτρων (Taplin, 1978, σ.16),
Η χάραξη ενός εγγραφόμενου ηλιακού κύκλου ως ομφαλού στον κύκλο της ορχήστρας
παραπέμπει μεταξύ άλλων στον συμβολισμό της περίκεντρης άλω, ή σε μία μεσόμφαλη διάταξη. Η σχεδιαστική πρόταση ανάγνωσης παρατίθεται αναλυτικά στο Παράρτημα ( 2) της εργασίας (σ. 377-385).
Έναν τελευταίο σκοπό της παρούσας μελέτης αποτελεί η διερεύνηση του συμβολισμού της θεμέλιας ουσίας – εστιακής αρχής ενός όντος με τον μύθο του «μηρογέννητου», ή άλλως ονομαζόμενου: «Διθυραμβογενούς» Διονύσου και την απόδοση αυτού με τις αριστοτελικές έννοιες του « πρώτου κινούντος », της « εντελέχειας » και της «αυτοκίνητης ψυχής», (Αριστοτ.Περί Ψυχής 407b 30).
Αντιστοιχίζουμε κατά πρώτον τον συμβολισμό της θεμέλιας ουσίας ενός όντος με τον μύθο του Διονύσου ραμμένου εντός του μηρού του πατέρα του Δία και τον αποδίδουμε με τον αριστοτελικό όρο: " πρώτον κινούν", ή "κινούν ακίνητον".
- πρώτον κινούν", είναι η πρώτη Αιτία όλων των μεταβολών, με βάση την οποία μία διαδικασία μεταβαίνει από «δυνάμει» ον στο «ενεργεία ον». Ο Αριστοτέλης αναφέρει, ότι « ...αυτό που κινεί οργανικά βρίσκεται στο σημείο, όπου
συμπίπτουν η «Αρχή και το τέλος», όπως για παράδειγμα το σημείο συναρμογής μίας ανατομικής κλείδωσης (άρθρωσης) (Αριστ. περί Ψυχής 433b 25 )
Καθώς δε ο Διόνυσος μυθολογείται και ως «μηρορραφής» στον μηρό ενός θεϊκού πατρικού προτύπου, θεωρούμε τον νεαρό Διόνυσο και τον πατέρα του Δία, ως μία διττή μονάδα η οποία συνιστά ένα: « πρώτον κινούν». Μέσω του μύθου συμβολίζεται ο θάνατος του παλαιού Εαυτού και η γέννηση ενός νέου, ομοίως με την βλάστηση ενός νέου βλαστού από ένα γηράσκον ρίζωμα, όπου συμπίπτουν επίσης μία Αρχή και ένα τέλος. (Κerenyi, 1998, σ.258). Στη νέα γέννηση ενός θεού συμβάλλει η προβολή μίας συλλογικής Ψυχής ενός παρελθόντος χρόνου (Harrison, 1999, σ. 56,66). Αυτό είναι πιθανόν το υπαρκτικό νόημα της διπλής γέννησης του Διονύσου καλούμενου και ως: «Διθυραμβογενούς» (Λεκατσάς, 1999, σ. 90, 91 / Ορφέας/ Νόννος).
Κατά δεύτερον, επιβεβαιώνουμε τη θεώρηση της Ανάδυσης ενός θεού και δη του «μηρογέννητου Διονύσου» , ως « εντελεχές» σύστημα, στο οποίο πραγματώνεται μία ταχεία διαδικασία μεταμόρφωσης ανάλογης εντελεχών βιολογικών φαινομένων, όπως της προνύμφης σε πεταλούδα μεταφερόμενο και στον συμβολισμό της αφύπνισης της ψυχής
- η αριστοτελική "εντελέχεια", ορίζεται ως η ολοκλήρωση της διαδικασίας, μέσω της οποίας ένα ον από "δυνάμει" καθίσταται "ενεργεία ον". Στην εντελέχεια υπάρχει ενσωματωμένος ο σκοπός, ως τελείωση ( το ον έσχε το τέλος του ).
Στη νέα γέννηση ενός θεού συμβάλλει η προβολή μίας συλλογικής Ψυχής ενός παρελθόντος χρόνου (Harrison, 1999, σ. 56,66). Αυτό είναι πιθανόν το υπαρκτικό νόημα της διπλής γέννησης του Διονύσου καλούμενου και ως: «Διθυραμβογενούς» (Λεκατσάς, 1999, σ. 90, 91 / Ορφέας/ Νόννος).
Η αυτο - δημιουργία των οργανικών συστημάτων ενδέχεται, ακόμη, να συνδέεται και με την επιστήμη της λεγόμενης «Ανάδυσης» (emergence, entelechy). Σύμφωνα με την θεωρία των αναδυόμενων συστημάτων μόλις υπάρξει μία οριακή συσσώρευση ύλης, η οποία αποκτά και ένα κατάλληλο επίπεδο πολυπλοκότητας, ένα σύστημα αναπτύσσει νέους νόμους που δεν μπορούν να εξηγηθούν από τις ιδιότητες των μεμονωμένων μελών τους. Το "όλον" είναι μεγαλύτερο από το άθροισμα των μερών. Ο θεωρητικός βιολόγος Stuart Κauffman προσδιορίζει τη διαδικασία αυτή, ως μία νέα
«θεϊκότητα», η οποία πηγάζει από τις ιδιότητες του αναδυόμενου συστήματος (Κauffman, 2010)
Στα Συμπεράσματα της Έρευνας αποδεικνύουμε τέλος, ότι:
- το κύκλιο ορχηστικό άσμα του Διθυράμβου γεννιέται μαζί με την τελετουργία, η οποία διαμορφώνεται βάσει φυσικών περιοδικών αρμονικών φαινομένων που συμβαίνουν στο πλήρωμα του χρόνου. Ένα τέτοιο συμβάν αποτελεί κατά την άποψη της εργασίας η κοσμολογική περιοδική χρονική μονάδα του «Μεγάλου Ενιαυτού» που παράγει μία Αρμονική κλίμακα μέσω του εύρυθμου συντονισμού των πλανητών, αλλά και τον συμβολισμό ενός κύκλιου αρχέγονου χορού και χώρου, αναφερόμενου ως: «Ιερού κύκλου».
- η αναλογία του κύκλιου χορού του Διθυράμβου με την αρμονική διάταξη των σπειροειδών φυσικών μορφών, είχε υποπέσει στην αντίληψη των αρχαίων πολιτισμών και είχε ρητά καταγραφεί στους συμβολισμούς τους. Επομένως η σύλληψη του Διθυράμβου καλύπτει απαιτήσεις υψηλής συμβολικής τάξης εντός των ορίων μίας Ιερής Αρχιτεκτονικής.
- υπάρχει μία σύνδεση του ορχηστικού μέλους του Διθυράμβου με φυσικογενείς ήχους, οι οποίοι διαθέτουν έναν χαρακτήρα εναρμόνισης. Οι ήχοι αυτοί οι οποίοι διατηρούν στην λεκτική τους περιγραφή, στοιχεία της φυσικής τους αναφοράς (Ίακχος, ιαχή, ίυγξ, σεισοπυγίς <σείω + πυγή ), αναπαράγονται σε αρχέγονους μύθους και σε γονιμικά δρώμενα των πρώιμων αγροτικών πληθυσμών, συμβολίζοντας την περιοδικότητα φυσικών αρμονικών φαινομένων. Διαθέτουν ταυτόχρονα έναν χωρικό συμβολισμό, ο οποίος σχετίζεται με την συγκρότηση ενός Λαβυρίνθου.
- την πρωτότυπη πρόταση σύμφωνα με την οποία η οργάνωση του Διθυράμβου συνδέεται άμεσα με την χωρική αναφορά του Λαβυρίνθου και τις αρμονικές υποδείξεις στις οποίες η αναφορά αυτή παραπέμπει.
Στα τελικά συμπέρασματα της εργασίας προκύπτει εν τέλει, ότι:
- Το αρμονικό περιοδικό φαινόμενο του Μέγα Ενιαυτού αποτελεί ένα εντελεχές σύστημα που ανακυκλώνεται αφ' εαυτού του, κατά το πέρας και τη νέα αρχή του οποίου, αναδύεται μία ουράνια αρμονική μουσική κλίμακα και το συμβολικό πρότυπο ενός κύκλιου αρχέγονου χορού και χώρου.
- Η γέννηση του ορχηστικού άσματος του Διθυράμβου αποτελεί την χωρική και χρονική
δραματοποιημένη μεταφορά του Μέγα Ενιαυτού, που οδηγεί στην ανθρώπινη θέωση.
- H βαθύτερη ουσία της ειδικής διερεύνησής του κύκλιου ορχηστικού άσματος του Διθυράμβου, αναφέρεται επομένως σε μία μετάβαση από γενικότερες συμβολικές τάξεις στη χωρική τους προβολή και απόδοση. Οι επιμέρους πολιτισμικές πρακτικές στο εύρος της Ιστορίας αποτελούν, άλλωστε, περιοχές διαρκώς συμβαλλόμενες: υποδεχόμενες, δηλαδή, συνθήκες μεταφοράς, ή μετωνυμίας από τη μία περιοχή θεώρησης, νοητικής δόμησης και έκφρασης σε μία άλλη. |
el |