heal.abstract |
Πώς θα μπορούσαμε να μιλήσουμε για αρχιτεκτονική αν δεν απαιτούσαμε από τα υποκείμενα να προσαρμοστούν σε στερεότυπες και ακλόνητες χωρικές μορφές, αλλά λαμβάναμε υπόψιν την κίνηση και τη διάδραση στο στάδιο της σύνθεσης; Ποια θα ήταν η υλική δομή του χώρου ως εμπειρία και ως συμβάν, αντί ως ένα αμετάβλητο κτιριολογικό πρόγραμμα με προδιαγεγραμμένα μεγέθη και τυπολογίες; Η κίνηση έχει μία δύναμη μεταμορφωτική και μία ικανότητα να αποκαλύπτει και να παράγει χώρο. Το σημείο, η ευθεία, το επίπεδο, τα δίκτυα είναι κάποια από τα παραδείγματα της βασικής χωρικής αντίληψης που δε μπορούν να γίνουν κατανοητά χωρίς την παρουσία της κίνησης. Και η ίδια η κίνηση δε μπορεί να γίνει αντιληπτή χωρίς το βίωμά της, σε όποιο βαθμό είναι εφικτό, μέσα από το σώμα του υποκειμένου. Επομένως, όταν περάσουμε από τα βασικά σε πιο πολύπλοκα συστήματα αντιληπτικότητας και κινητικότητας, όταν τα σώματα και οι συσχετίσεις πολλαπλασιαστούν, αντιλαμβανόμαστε πως το χωρικό υπόβαθρο φιλοξενεί διαρκείς μετακινήσεις, άρα διαρκείς συσχετίσεις και συναντήσεις. Στο ίδιο πλαίσιο, και αν θεωρήσουμε την αρχιτεκτονική ως μία δυναμική κατάσταση, ή όπως σημειώνει ο Tschumi, «ως ένα διάλογο μεταξύ χώρου, κίνησης και χρόνου» και όχι ως ένα κατεστημένο και «ακλόνητο αντικείμενο», τότε γίνεται αντιληπτό πως ο χώρος πλάθεται και νοηματοδοτείται μέσα από τη συνύπαρξη με τα σώματα των υποκειμένων. Αναζητώντας ένα σταθερό σημείο σε αυτό το ευρύ πλαίσιο έρευνας της συσχέτισης κίνησης και χώρου, η συγκεκριμένη έρευνα θα εστιάσει στην έννοια του εμποδίου ως χωρική μορφή και, συγκεκριμένα, στην επίδραση που έχει στην κίνηση των σωμάτων των υποκειμένων, μέσα από δύο παραδείγματα χωρικών σχηματισμών – αρχιτεκτονικών έργων. Αυτή η πτυχή του «διαλόγου χώρου, κίνησης και χρόνου» μπορεί να φανερώσει τη βαρύτητα που έχουν αυτές οι συναντήσεις και συσχετίσεις στην εμπειρία και τη νοηματοδότηση του χώρου. Μεθοδολογικά, γίνεται μία συγκριτική ανάλυση στο έργο του B. Tschumi“Le Parc de la Villette” στο Παρίσι και το έργο του D. Libeskind “The Jewish Museum” στο Βερολίνο, καθώς αποτελούν έργα που έχουν μία αντισυμβατική συνθετική προσέγγιση. Η έμφαση στην κιναισθητική εμπειρία αλλά και η αντιληπτικότητα του χώρου ως συμβάν, μέσα από τις δράσεις και τις συναντήσεις που λαμβάνουν χώρα έχουν εδώ μεγαλύτερη βαρύτητα από το κτιριολογικό πρόγραμμα και την αναμενόμενη χωρική ακολουθία. Τα δύο έργα έχουν δεχτεί τόσο αρνητικές όσο και θετικές κριτικές, αλλά εξακολουθούν να αποτελούν σημεία αναφοράς στην αναζήτηση μίας εναλλακτικής προσέγγισης του σωματοποιημένου, του βιωμένου χώρου. Ταυτόχρονα, η μεθοδολογία περιλαμβάνει την οργάνωση των αντικειμένων της έρευνας στους εξής άξονες: 1. Εμπειρία 2. Αναπαράσταση 3. Νοηματοδότηση ώστε να οργανωθεί ένα πλαίσιο αναφοράς με συγκεκριμένα συμπεράσματα. Τέλος, μία προηγούμενη επιτόπια επίσκεψη και σωματική ανάγνωση στο “Parc De La Villette”, θεωρητικές εξαγγελίες των αρχιτεκτόνων, η σχετική βιβλιογραφία και η ως τώρα έρευνά μου σε προπτυχιακό και επαγγελματικό επίπεδο αποτέλεσαν τα εργαλεία που έκαναν την παρακάτω έρευνα πραγματοποιήσιμη. Ως εμπειρία νοείται εδώ η εμπειρία του χωρικού υπόβαθρου από τους χρήστες-υποκείμενα που δρουν και κινούνται εντός του, θέτοντας ένα πλαίσιο ορισμού για το χώρο, το σώμα και τη μεταξύ τους αλληλεπίδραση (Κεφ.2). Στη συνέχεια, το σκέλος της αναπαράστασης αφορά στη χρήση και ανάλυση παραδειγμάτων (“Parc de La Villette”, “Berlin Jewish Museum”) για τη διερεύνηση και την περιγραφή τρόπων που έχει συλληφθεί και αναπαρασταθεί η παραπάνω ιδέα – της ενσώματης και κιναισθητικής εμπειρίας (Κεφ.3). Τέλος, το κομμάτι της νοηματοδότησης, εστιάζοντας στην ύπαρξη χωρικών εμποδίων στα παραπάνω παραδείγματα, επιχειρεί να αναδείξει μία πτυχή του συγκεκριμένου ερωτήματος, υπό το πρίσμα ενός νοήματος. Ποια είναι η σημασία του σωματικού βιώματος του χώρου; Ποιο θα ήταν το νόημα μίας προσπάθειας να αναγνώσουμε και να συνθέσουμε διαφορετικά τους χώρους που κατοικούμε και διασχίζουμε; (Κεφ.4) Κλείνοντας, παρατίθενται συμπεράσματα της έρευνας, που επιχειρούν να θέσουν ερωτήματα σχετικά με τις μεθόδους και τις αρχές της αρχιτεκτονικής σύνθεσης που ακολουθούνται γενικά. Διευρύνουν το πεδίο συσχέτισής της με την κίνηση, αφήνοντας χώρο για περαιτέρω και, ενδεχομένως, πιο εμπειρική και ενσώματη έρευνα (Κεφ.5). (el) |
el |