heal.abstract |
Την Ελληνική κρίση δημόσιου χρέους το 2009 ακολούθησε η εκρηκτική αύξηση των μη-εξυπηρετούμενων δανείων, η οποία με τη σειρά της οδήγησε στη χρεωκοπία των τραπεζών, όπως αυτή εκδηλώθηκε με συνεχόμενες ανακεφαλαιοποιήσεις. Ως συνέπεια η ανάκτηση των μη-εξυπηρετούμενων δανείων αποτέλεσε κατά την 10ετία που ακολούθησε κύρια δραστηριότητα αιχμής του χρηματοοικονομικού τομέα. Αρχικά οι τράπεζες ανέθεσαν την δραστηριότητα αυτή σε δικηγορικά γραφεία αλλά αργότερα, μετά από τιτλοποίηση, πωλούν τα χαρτοφυλάκια σε εξειδικευμένους οίκους διαχείρισης, αναδεικνύοντας την τιμολόγηση των χαρτοφυλακίων μη-εξυπηρετούμενων δανείων σε απαραίτητο δεδομένο διαπραγμάτευσης. Η εκτίμηση της αξίας των χαρτοφυλακίων (τιμολόγηση) είναι ιδιαίτερα δύσκολη λόγω της έλλειψης μεθόδων αλλά κυρίως δεδομένων.
Ο βασικός σκοπός της διατριβής είναι η ανάπτυξη αποτελεσματικής μεθόδου τιμολόγησης (αξιολόγησης) των χαρτοφυλακίων μη-εξυπηρετούμενων δανείων. Παραδοσιακά χρησιμοποιείται από τους οικονομολόγους η μέθοδος του μαύρου κουτιού όπου γραμμικά πολύ-παραγοντικά μοντέλα προσαρμόζονται στα διαθέσιμα δεδομένα. Αντίθετα, η βασική ιδέα της διατριβής, που αποτελεί και την κύρια πρωτοτυπία της, είναι η μαθηματική περιγραφή της συμπεριφοράς των οφειλετών στα διαδοχικά εφαρμοζόμενα νομικά μέτρα και η λεπτομερής διερεύνηση του κόστους υλοποίησης της ανάκτησης. Ισχυρό πλεονέκτημα της διατριβής είναι η προσαρμογή των μοντέλων σε πολύ μεγάλο αριθμό περιπτώσεων τόσο σε περίοδο ύφεσης όσο και οικονομικής μεγέθυνσης.
Αρχικά προτείνεται ένα μαθηματικό μοντέλο λογαριθμοκανονικής κατανομής, το οποίο περιγράφει την απόκριση των οφειλετών στα διαθέσιμα μέτρα ανάκτησης χρέους (τηλεφωνική επικοινωνία, εξώδικη ειδοποίηση, δικαστική διαταγή πληρωμής και κατάσχεση στην περίπτωση ύπαρξης εξασφαλίσεων). Το προτεινόμενο μοντέλο προσαρμόστηκε σε δείγμα 170.000 πραγματικών περιπτώσεων (προσωπικών δανείων και πιστωτικών καρτών) από τις τέσσερεις συστημικές ελληνικές τράπεζες και προσδιορίστηκαν οι βασικές παράμετροι που περιγράφουν την συμπεριφορά των οφειλετών στα νομικά μέτρα, δηλαδή η απόδοση του μέτρου, ο χρόνος μέγιστου ρυθμού πληρωμών και ο χρόνος ανάκτησης του 50% της μέγιστης ανάκτησης. Τα δεδομένα αφορούν τόσο την περίοδος πριν από την κρίση (2003-2007), η οποία χαρακτηρίζεται από οικονομική ανάπτυξη, όσο και την περίοδο της κρίσης (2008-2012). Επιπλέον, στη συνέχεια με βάση την υφιστάμενη νομοθεσία αναλύεται και προσδιορίζεται το μαθηματικό μοντέλο κόστους ανάκτησης για κάθε νομική ενέργεια.
Ο συνδυασμός των παραπάνω οδηγεί στο προτεινόμενο μοντέλο, το οποίο εφαρμόζεται στην ελληνική περίπτωση των τελευταίων χρόνων με ικανοποιητικά αποτελέσματα. Πέραν της τιμολόγησης το μοντέλο προσδιορίζει αναλυτικά τις χρηματορροές ανάκτησης, κόστους και κέρδους σε τρέχουσα και παρούσα αξία συναρτήσει του χρόνου. Επίσης με τη χρήση του προτεινόμενου μοντέλου επιτυγχάνεται η αριστοποίηση της διεργασίας της ανάκτησης και η ανάλυση ευαισθησίας αυτής, προσδιορίζοντας τους κύριους παράγοντες που την επηρεάζουν, καθώς και την περιοχή διακύμανσης της αξίας των χαρτοφυλακίων.
Συμπερασματικά, η διατριβή καταλήγει σε ένα πρωτότυπο και αποτελεσματικό εργαλείο τιμολόγησης των χαρτοφυλακίων μη-εξυπηρετούμενων δανείων, σε μία εποχή όπου η ανάκτηση μη-εξυπηρετούμενων δανείων αποτελεί σημαντική δραστηριότητα του χρηματοοικονομικού τομέα. |
el |