| heal.abstract |
Η διπλωματική εργασία «Κύβοι Πολιτισμού» συνιστά μία πειστική και μεθοδική πρόταση αλλαγής χρήσης υφιστάμενης κατοικίας–εργαστηρίου στην οδό Κλεισθένους (Γέρακας) σε σύνθετο Μουσείο και Κέντρο Τεχνών αφιερωμένο στον γλύπτη Γεώργιο Καλακαλλά (1938–2021) και τη ζωγράφο Θεοφανώ Γκίκα. Πέραν της τυπικής αποκατάστασης ενός κελύφους, το έργο επιχειρεί μία αναστοχαστική μετάφραση των καλλιτεχνικών τους «γλωσσών» σε χωρική σύνθεση, λειτουργική οργάνωση και μουσειογραφική εμπειρία. Ως οργανωτική αρχή εισάγεται ένα αρθρωτό σύστημα «κυβών»—αυτόνομων αλλά αμοιβαία διαπλεκόμενων φορέων—το οποίο επιτρέπει πολλαπλές αφηγηματικές διαδρομές, ευελιξία μελλοντικών μετασχηματισμών και μία κριτική αντιπαράθεση μεταξύ μόνιμων και προσωρινών καταστάσεων του εκθέματος και του χώρου.
Η σύλληψη ερείδεται σε δύο θεμελιώδεις άξονες που προκύπτουν από το έργο των τιμώμενων δημιουργών: αφ’ ενός, η μετάβαση του Καλακαλλά από την παραστατικότητα προς την αφαίρεση και η «ψυχή της ύλης» ως κύρια συνθετική αρχή· αφ’ ετέρου, ο βιομορφισμός και ο διονυσιακός ρυθμός της Γκίκα, όπου χρώμα, κίνηση και φως συγκροτούν ενεργές επιφάνειες. Οι άξονες αυτοί δεν παραμένουν εικονογραφικές αναφορές· μετασχηματίζονται σε χωρικούς κανόνες που συγκροτούν κάνναβο, ορίζουν ρήγματα και τομές, επιβάλλουν ρυθμούς κίνησης και αρθρώνουν ζώνες εκπαίδευσης, έρευνας και δημόσιας συμμετοχής. Η προβληματική της μορφογένεσης αναδεικνύεται έτσι σε διαδικασία στρωματογραφίας: το υφιστάμενο σώμα του κτηρίου αναγιγνώσκεται, χαράσσεται και επανασυντίθεται ώστε να υποδεχθεί νέες σχέσεις ανάμεσα σε αντικείμενα, σώματα και διαδρομές.
Η ένταξη στο αστικό και φυσικό περιβάλλον του Γέρακα τεκμηριώνεται με ιδιαίτερη ευαισθησία. Η εγγύτητα προς το πεντελικό μέτωπο και την ιστορική εξόρυξη μαρμάρου προσφέρει ένα υπόστρωμα υλικότητας και μνήμης· ο άξονας της οδού Κλεισθένους αντιμετωπίζεται ως «γεωλογική» προέκταση προς το βουνό, μεταφέροντας στο οικόπεδο την ένταση μεταξύ φύσης και τεχνικής. Στο εσωτερικό, η κεντρική στοά Δυσης -Ᾱνατολης λειτουργεί ως τελετουργική μετάβαση: από το πρόπυλο η κίνηση οδηγεί σε ενδιάμεση παύση—ένα αίθριο με νερό—όπου η χωρική ανάσα επιτρέπει προσανατολισμό πριν από τη διασπορά σε οριζόντιες και κατακόρυφες πορείες (υπόγειο–ισόγειο–πατάρι–δώμα). Η δραματουργία της κίνησης οργανώνεται σε τέσσερις πράξεις: κάθοδος (μνήμη), εμπειρία (συμβάν), άνοδος (αναστοχασμός), φως (κάθαρση). Στο υπόγειο διασώζεται η «μνήμη της οικίας» ως αρχειακή υπόμνηση της προτέρας χρήσης.
Η μουσειογραφία υπακούει σε υβριδικό φωτισμό που επιτρέπει την ανάγνωση της γλυπτικής ύλης και των χρωματικών πεδίων με ελεγχόμενο φυσικό και τεχνητό φως. Οι «κύβοι» δεν είναι κλειστοί θάλαμοι αλλά πορώδεις συσκευές: άλλοτε εκθετηριακές κάψουλες, άλλοτε εργαστήρια, άλλοτε χώροι κοινότητας και διάχυτης μάθησης, ικανοί να αναδιατάσσονται χωρίς να αναιρούν τη συνθετική πειθαρχία του καννάβου. Η Αίθουσα «Προμηθέα» εισάγει μία τεχνολογική αιχμή—ολογραφικές προβολές σε έναν μη-προσδιορισμένο τυπολογικά χώρο χωρίς σταθερά καθίσματα—ώστε να καλλιεργείται ο ζωντανός διάλογος παρελθόντος και παρόντος, τέχνης και τεχνικής, μνήμης και πειραματισμού.
Η υλικότητα εκφράζει συνειδητά ένα φάσμα «συναντήσεων»: λευκό μάρμαρο, σκυρόδεμα, γυαλί, ξύλο και μεταλλική πτυχωτή επιδερμίδα συντίθενται σε ένα σώμα όπου η στιβαρότητα συνυπάρχει με τη διαφάνεια και τον ρυθμό. Η δυτική όψη αναλαμβάνει μνημειακό ρόλο ως μαρμάρινος «μονολίθος» που δηλώνει δημόσια παρουσία, ενώ ο περιμετρικός υδάτινος «καθρέφτης» λειτουργεί ταυτόχρονα ως οπτικό όριο, μηχανισμός μικροκλίματος και τελετουργικό μέσο κάθαρσης. Ο περιβαλλοντικός σχεδιασμός, αντί να εμφανίζεται ως πρόσθετο στρώμα, ενσωματώνεται στην αρχιτεκτονική λογική: παθητικές στρατηγικές ηλιασμού–σκιασμού, διαμπερείς ροές αέρα, έμφαση στην επαναχρησιμοποίηση υλικών και στη μετρημένη τεχνολογική ενίσχυση συγκροτούν ένα συνεκτικό οικολογικό ήθος.
Σε επίπεδο λειτουργίας, το κτήριο δεν προτείνεται ως «αποθήκη» αντικειμένων αλλά ως εργαστήριο πολιτισμού. Τα εργαστήρια, οι ανοιχτοί χώροι συμπαραγωγής και οι εκπαιδευτικές δράσεις επαναπροσδιορίζουν το μουσείο ως υποδομή κοινότητας, όπου ο επισκέπτης μετατοπίζεται από παθητικός θεατής σε ενεργό συμμέτοχο. Η ευελιξία της τυπολογίας, η καθαρότητα της δομικής οργάνωσης και η μεστή εικονογραφία των υλικών παρέχουν ένα πλούσιο πεδίο παιδαγωγικής αξιοποίησης και μελλοντικών προσαρμογών. Κατά τούτο, οι «Κύβοι Πολιτισμού» δεν αποτελούν απλώς ένα σχέδιο μετασκευής· συνιστούν υπόδειγμα για το πώς η αρχιτεκτονική μπορεί να αναστοχάζεται την παράδοση, να συνομιλεί με την καλλιτεχνική πράξη και να διαπλάθει νέες μορφές δημόσιας ζωής. |
el |