| dc.contributor.author |
Σακελλαρίδη, Ειρήνη
|
el |
| dc.contributor.author |
Sakellaridi, Irini
|
en |
| dc.date.accessioned |
2025-10-22T14:17:36Z |
|
| dc.date.available |
2025-10-22T14:17:36Z |
|
| dc.identifier.uri |
https://dspace.lib.ntua.gr/xmlui/handle/123456789/62760 |
|
| dc.identifier.uri |
http://dx.doi.org/10.26240/heal.ntua.30456 |
|
| dc.description |
Εθνικό Μετσόβιο Πολυτεχνείο. Μεταπτυχιακή εργασία. Διεπιστημονικό - Διατμηματικό Πρόγραμμα Μεταπτυχιακών Σπουδών (Δ.Π.Μ.Σ.) "Υλικά και Επεμβάσεις Συντήρησης - Προστασία Μνημείων (Κατ. B')" |
el |
| dc.rights |
Default License |
|
| dc.subject |
Χρωστικές |
el |
| dc.subject |
Pigments |
en |
| dc.subject |
Μη καταστρεπτικές μέθοδοι |
el |
| dc.subject |
Non-destructive techniques |
en |
| dc.subject |
Ναός του Ηφαίστου |
el |
| dc.subject |
Temple of Hephastus |
en |
| dc.title |
Διερεύνηση των χρωστικών στο ναό του Ηφαίστου στην Αρχαία Αγορά της Αθήνας. |
el |
| dc.title |
Study on the pigments in the temple of Hephastus of Ancient Agora of Athens |
en |
| heal.type |
masterThesis |
el |
| heal.classification |
Αρχιτεκτονική |
el |
| heal.classification |
Architecture -- Conservation and restoration -- Greece -- Athens |
en |
| heal.language |
el |
el |
| heal.access |
free |
el |
| heal.recordProvider |
ntua |
el |
| heal.publicationDate |
2025-07-08 |
|
| heal.abstract |
Στη περιοχή της Αγοράς των Αθηνών, τη κορυφή του λόφου του Αγοραίου Κολωνού δεσπόζει το πιο εντυπωσιακό από όλα τα αρχαία ιστορικά θρησκευτικά οικοδομήματα της περιοχής, ο ναός του Ηφαίστου και της Εργάνης Αθηνάς. Ο πλούσιος γλυπτός διάκοσμος, που φέρει αναπαραστάσεις του ήρωα Θησέα, και όχι μόνο, για χρόνια συνέβαλε στον λανθασμένο χαρακτηρισμό του ναού ως Θησείο. Οι πρώτες ανασκαφές που γίνονται στην περιοχή από την Αμερικανική Σχολή Κλασσικών σπουδών το 1931, φέρνουν στο φως ευρήματα που ταυτοποιούν τελικά τον ναό με χώρο λατρείας του θεού Ηφαίστου και της Αθηνάς Εργάνης.
Μέχρι και σήμερα αποτελεί τον καλύτερα διατηρημένο αρχαίο ναό επί ελληνικού εδάφους. Αν και έχει υποστεί πολλαπλές αλλαγές και αλλοιώσεις με το πέρασμα του χρόνου, διατηρεί σε μεγάλο βαθμό την αρχική του αρχιτεκτονική μορφή. Η ανοικοδόμηση του τοποθετείται στα μέσα του 5ουαι π.Χ. παράλληλα με την ανοικοδόμηση ναών που ανήκουν στα περίφημα περίκλεια οικοδομήματα. Τον 7ο αι. μ.Χ. μετατρέπεται σε χριστιανικό ναό, ευρύτερα γνωστό ως Άγιος Γεώργιος ο Ακαμάτης, κάτι που συνοδεύεται από σημαντικές αλλαγές και μεταρρυθμίσεις, προκειμένου ο ναός να συνάδει με τα χριστιανικά πρότυπα.
Όπως είναι πλέον γνωστό οι περισσότεροι αρχαίοι ελληνικοί ναοί, χαρακτηρίζονταν από έντονη πολυχρωμία. Ο ναός του Ηφαίστου δεν αποτελεί εξαίρεση, ενώ παράλληλα η μετέπειτα μετατροπή του σε χριστιανικό χώρο λατρείας, συνοδεύεται εκτός των αρχιτεκτονικών αλλαγών, και με την προσθήκη τοιχογραφιών τόσο στο εσωτερικό του ναού όσο και στο εξωτερικό του ναού.
Στην παρούσα διπλωματική εργασία έγινε χρήση μη καταστρεπτικών τεχνικών επί τόπου στο μνημείο για τον χαρακτηρισμό υπολειμμάτων χρωστικών που ανιχνεύθηκαν στις επιφάνειες του μνημείου. Ειδικότερα όλα τα σημεία ενδιαφέροντος (τόσο από το εσωτερικό, όσο και από το εξωτερικό του ναού) εξετάστηκαν μέσω των τεχνικών της ψηφιακής μικροσκοπίας (DM), της φασματοσκοπίας φθορισμού ακτίνων Χ (XRF) και της φασματοσκοπίας υπερύθρου με μετασχηματισμό Fourier (FTIR), με τη χρήση των αντίστοιχων φορητών οργάνων για κάθε μέθοδο. Εξετάστηκαν σημεία που φέρουν υπολείμματα χρωστικών αλλά και σημεία ‘’καθαρού’’ μαρμάρου, όπως και μαρμάρου που φέρει επιφανειακή μαύρη κρούστα.
Στην πλειοψηφία των σημείων που εντοπίζονται υπολείμματα χρωστικών, φαίνεται ότι τα χρώματα που διατηρούνται ανήκουν στις γήινες κόκκινες και καφές αποχρώσεις.
Από τα αποτελέσματα της φασματοσκοπίας XRF προκύπτει ότι οι περισσότερες κόκκινες χρωστικές ανήκουν στις κόκκινες ώχρες, η απόδοση των οποίων γίνεται με την μορφή του αιματίτη (Fe2O3). Από τα εξαγόμενα αποτελέσματα, προκύπτουν ισχυρές ενδείξεις ότι για την επίτευξη των διάφορων αποχρώσεων χρησιμοποιούνται συνδυασμοί χρωστικών με λευκό του μολύβδου (μίνιο) και λευκό του ασβέστη, ενώ επιπλέον χημικά στοιχεία ανιχνεύονται ως αποτέλεσμα: προσμίξεων στα αρχικά ορυκτά, κόκκων άλλων χρωστικών που διατηρούνται αλλά δεν διακρίνονταν μακροσκοπικά (πράσινες χρωστικές) αλλά και της επίδρασης του βεβαρημένου με ρύπους ατμοσφαιρικού περιβάλλοντος του μνημείου. Σε μερικά φάσματα IR από το σύνολο εξεταζόμενων σημείων η ανίχνευση κορυφών που αντιστοιχούν στις συμμετρικές δονήσεις τάσης των υδροξυλομάδων των νερών του θειικού ασβεστίου (γύψου) μαρτυρά την παρουσία γύψου είτε στο υπόστρωμα προετοιμασίας των τοιχογραφιών είτε ως προϊόν φθοράς. Παράλληλα η παρουσία αργιλοπυριτικών ενώσεων, ενισχύει την υπόθεση από τα εξαγόμενα φάσματα XRF για την κατηγοριοποίηση των χρωστικών στις κόκκινες ώχρες με βάση τον αιματίτη, καθώς αργιλοπυριτικές ενώσεις, όπως ο καολινίτης συχνά συναντώνται σε γαιώδη σιδηρούχα ορυκτά, όπως ο αιματίτης, ως προσμίξεις.
Συνδυαστικά με τα εξαγόμενα συμπεράσματα των φασμάτων XRF, η ανίχνευση ασβεστίου σε όλα τα σημεία που εξετάστηκαν όπως και η παρουσία των δονήσεων των ανθρακικών ιόντων στα φάσματα FT-IR υποδεικνύουν την ύπαρξη ασβεστιτικού υποστρώματος προετοιμασίας και επομένως την χρήση της τεχνικής της νωπογραφίας (fresco) για την εκτέλεση των τοιχογραφιών. Επιπλέον, στα φάσματα FT-IR, oι ταινίες απορρόφησης των αμιδίων καθώς και η ταινία απορρόφησης στα 1692 cm-1 που αντιστοιχεί στις δονήσεις vC=O σε μόρια λιπιδίων παραπέμπουν στη χρήση οργανικού συνδετικού μέσου (π.χ. αυγού) για την παρασκευή των χρωμάτων, ενισχύοντας την πιθανότητά της χρήσης της τεχνικής της ξηρογραφίας (secco). Επομένως, η εκτέλεση των εν λόγω τοιχογραφιών μπορεί να αποδοθεί στη χρήση της μικτής τεχνικής νωπογραφίας και ξηρογραφίας. Τα παραπάνω αποτελέσματα που εξάγονται από τη μέθοδο FT-IR αποτελούν σημαντικά επιχειρήματα για την χρονολόγηση των υπολειμμάτων των χρωστικών και κατ’ επέκταση των τοιχογραφιών.
Η ύπαρξη ασβεστιτικού στρώματος προετοιμασίας και η χρήση συνδετικού οργανικού μέσου (αυγού) αποτελούν ισχυρές ενδείξεις ότι οι τοιχογραφίες των οποίων οι χρωστικές διατηρούνται στις επιφάνειες του μνημείου και εξετάστηκαν στο πλαίσιο της συγκεκριμένης μεταπτυχιακής εργασίας τοποθετούνται χρονολογικά στη βυζαντινή περίοδο. |
el |
| heal.abstract |
At the area of the Athenian Agora, at the top of the hill of Kolonos Agoraios, stands the most impressive of all the religious buildings in the area—the Temple of Hephaestus and Athena Ergane. The rich sculptural decoration, which includes depictions of the hero Theseus among others, was used for years as an argument for identifying the temple as the "Thesion" However, the first excavations conducted in the area by the American School of Classical Studies in 1936 brought to light findings that ultimately identified the temple as a place of worship dedicated to the god Hephaestus and Athena Ergane.
To this day, it remains the best-preserved ancient temple on Greek soil. Although it has undergone many changes and alterations over time, it still retains much of its original character. Its construction is dated to the mid-5th century BCE, alongside the construction of the famous Periclean buildings. Later, in the 7th century CE, it was converted into a Christian church, widely known as Saint George Akamates, a transformation that involved significant architectural modifications.
As is now well known, most ancient Greek temples were characterized by intense polychromy. The Temple of Hephaestus was no exception. Furthermore, its later conversion into a Christian place of worship was accompanied not only by architectural modifications in accordance with new Christian standards but also by the addition of murals both inside and outside the temple.
In the present thesis, non-destructive techniques were employed on-site at the monument to identify traces of pigments detected on its surfaces. Specifically, all points of interest (both from the interior and exterior of the temple) were examined using Digital microscopy (DM), X-ray fluorescence spectroscopy (XRF), and Fourier-transform infrared spectroscopy (FTIR), utilizing portable instruments for each method. Areas containing some pigments were analyzed, as well as areas of "clean" marble and marble with a black surface crust.
In locations where pigment residues were detected, macroscopic observations showed that most of the preserved colors were earthy red and brown hues.
The results of XRF spectroscopy indicate that most red pigments belonged to red ochres, their color being derived from hematite (Fe2O3). Additionally, different shades were achieved through combinations of pigments with lead white and lime white, while other chemical elements were identified due to impurities in the original minerals, remnants of additional pigments not macroscopically visible (such as green pigments), and the impact of the polluted atmospheric environment on the monument. In some areas, the detection of symmetric stretching vibrations of hydroxyl groups in gypsum within the FTIR spectra suggests the presence of gypsum in the preparatory layer of the murals. Furthermore, the presence of aluminosilicate compounds reinforces the XRF findings that the pigments correspond to red ochres based on hematite, as aluminosilicate compounds are found in minerals such as kaolinite, which is frequently present in red ochre and other earthy iron-rich minerals as an impurity. In combination with the conclusions drawn from XRF spectra, the detection of calcium in all examined areas, along with the presence of carbonate ion vibrations in the FTIR spectra, indicates the existence of a calcium-based substrate and, therefore, the use of the fresco technique for mural execution.
Additionally, FTIR spectra showed absorption bands of amides as well as an absorption band at 1692 cm⁻¹ corresponding to vC=O vibrations in lipid molecules, suggesting the use of an organic binding medium (e.g., egg) in pigment preparation and, consequently, the use of the secco technique. It is evident that a mixed technique of fresco and secco was used for the execution of these murals. The above findings derived from the FTIR method provide significant arguments for the chronological placement of the preserved pigments and, by extension, the pre-existing murals.
The presence of a calcium-based preparatory layer and the use of an organic binding medium (egg) strongly indicate that the murals, whose pigments were examined as part of this thesis, date to the Byzantine period. |
en |
| heal.advisorName |
Κουή, Μαρία |
el |
| heal.advisorName |
Koue, Maria |
en |
| heal.committeeMemberName |
Κουή, Μαρία |
el |
| heal.committeeMemberName |
Μπακόλας, Αστέριος |
el |
| heal.committeeMemberName |
Περράκη, Μαρία |
el |
| heal.committeeMemberName |
Koue, Maria |
en |
| heal.committeeMemberName |
Bakolas, Asterios |
en |
| heal.committeeMemberName |
Perraki, Maria |
en |
| heal.academicPublisher |
Σχολή Αρχιτεκτόνων Μηχανικών |
el |
| heal.academicPublisherID |
ntua |
el |
| heal.numberOfPages |
123 |
el |
| heal.fullTextAvailability |
false |
|