Περίληψη Το αντικείμενο της παρούσας εργασίας αφορά στην διερεύνηση των δραστηριοτήτων και των χρήσεων γης στην παράκτια ζώνη του Δήμου Λαυρεωτικής, καθώς και στη διερεύνηση των υφιστάμενων χωρικών δεδομένων και των φορέων διαχείρισης της ζώνης αυτής. Η περιοχή που επιλέχθηκε είναι μια παράκτια περιοχή, η οποία έχει υπερτοπικό χαρακτήρα λόγω του λιμένα του Λαυρίου. Ο λιμένας αυτός κατατάσσεται στην κατηγορία των λιμένων εθνικής σημασίας, σύμφωνα με την ΚΥΑ 3514.96/02/92 των υπουργείων Οικονομίας, Εσωτερικών, ΠΕ.ΧΩ.Δ.Ε. και Εμπορικής Ναυτιλίας. Επιπροσθέτως, ο Δήμος Λαυρίου συγκεντρώνει ποικιλία δραστηριοτήτων, κάποιες από τις οποίες είναι η οικιστική ανάπτυξη, η αλιεία, η ιχθυοκαλλιέργεια, η ακτοπλοΐα, ο τουρισμός-αναψυχή και θεωρείται ότι αποτελεί αντιπροσωπευτική περίπτωση σε σχέση με τις δραστηριότητες που δύνανται να εμφανιστούν σε μια παράκτια περιοχή. Με τη συγκρότηση ενός γεωγραφικού συστήματος πληροφοριών ως εργαλείου, το οποίο θα ενσωματώνει χωρικά και περιγραφικά δεδομένα για την παράκτια ζώνη του Δήμου Λαυρεωτικής προσεγγίστηκε ο στόχος, ο οποίος τέθηκε. Η εργασία διαρθρώνεται σε επτά κεφάλαια. Στο 1ο κεφάλαιο εξετάζεται ο λόγος που ο παράκτιος χώρος αποτελεί χώρο συγκέντρωσης δραστηριοτήτων, η έννοια της παράκτιας ζώνης, η έννοια της διαχείρισης των παράκτιων ζωνών. Τέλος, γίνεται μια αναφορά στις δραστηριότητες και τα δικαιώματα που εμφανίζονται στην ζώνη αυτή. Στο 2ο κεφάλαιο γίνεται αναφορά στη διεθνή δραστηριότητα σχετικά με τη διαχείριση του παράκτιου χώρου. Το 3ο κεφάλαιο περιλαμβάνει την ελληνική δραστηριότητα σχετικά με τη διαχείριση της παράκτιας ζώνης. Συγκεκριμένα, οι παράμετροι που εξετάζονται είναι το νομικό καθεστώς που διέπει τον παράκτιο χώρο σε αδρές γραμμές, οι εμπλεκόμενοι φορείς στη διαχείριση του, τα βασικά προβλήματα όπως αυτά εντοπίζονται από συγκεκριμένους φορείς και τέλος επισημαίνεται η αναγκαιότητα της εθνικής υποδομής χωρικών πληροφοριών. Στο 4ο κεφάλαιο, παρουσιάζεται ο Δήμος Λαυρεωτικής και συγκεκριμένα η θέση του στο Νομό Αττικής, η σημασία του, η αρχιτεκτονική και αρχαιολογική κληρονομιά του καθώς και χωροταξικά και πολεοδομικά στοιχεία. Συγκεκριμένα, γίνεται μια πρώτη αναφορά στις θεσμοθετημένες χρήσεις γης σύμφωνα με τις Ζώνες Οικιστικού Ελέγχου και στο πολεοδομικό καθεστώς που επικρατεί στο Λαύριο, βάσει του Γενικού Πολεοδομικού Σχεδίου που υπάρχει. Στο 5ο κεφάλαιο, οριοθετείται η παράκτια ζώνη του Δήμου Λαυρίου και σε αυτήν προσδιορίζονται οι χρήσεις γης, περιγράφονται οι δραστηριότητες που περιλαμβάνονται στη ζώνη αυτή, όπως αυτές προέκυψαν από συνδυασμό επί τόπου έρευνας και χρήση του διαθέσιμου χαρτογραφικού υποβάθρου. Επιπροσθέτως, γίνεται μια πρώτη προσέγγιση στους φορείς διαχείρισης της δημόσιας περιουσίας στην παράκτια ζώνη, στον φορέα διαχείρισης της χερσαίας ζώνης του λιμένα, και τέλος στο φορέα διαχείρισης της ενάλιας πολιτιστικής κληρονομιάς. Διαπιστώνεται ότι χωρικά δεν μπορεί να υπάρξει προσδιορισμός του χώρου αρμοδιότητας λόγω έλλειψης στοιχείων. Στο 6ο κεφάλαιο, παρουσιάζεται η διαδικασία συγκρότησης του γεωγραφικού συστήματος πληροφοριών για την παράκτια ζώνη του Δήμου Λαυρεωτικής. Τα κυριότερα στάδια συγκρότησης του ΓΣΠ είναι η συλλογή των δεδομένων, η εισαγωγή τους σε περιβάλλον ΓΣΠ και τέλος, η διαχείριση και ανάλυση τους. Μέσω τριών παραδειγμάτων που παρατίθενται γίνεται αντιληπτός ο τρόπος με τον οποίο μπορεί να χρησιμοποιηθεί ένα τέτοιο σύστημα στην ανάλυση των δεδομένων. Συγκεκριμένα, διερευνάται η σύγκρουση των χρήσεων γης με τις δραστηριότητες, η εγγύτητα των δραστηριοτήτων με το παράκτιο οδικό δίκτυο, και τέλος η διαδικασία χωροθέτησης δραστηριότητας στο θαλάσσιο χώρο (προτεινόμενες περιοχές καταδυτικού πάρκου). Ο στόχος παράθεσης των παραδειγμάτων είναι η φιλοσοφία χρήσης του γεωγραφικού συστήματος πληροφοριών ως μέσου υποβοήθησης λήψης αποφάσεων. Στο 7ο κεφάλαιο παρατίθενται τα συμπεράσματα που προέκυψαν από την παραπάνω ανάλυση. Τα συμπεράσματα χωρίζονται σε 2 βασικές κατηγορίες. Τα συμπεράσματα που προέκυψαν σε σχέση με τα χωρικά δεδομένα στην παράκτια ζώνη και συμπεράσματα που προέκυψαν από τη συγκρότηση γεωγραφικού συστήματος πληροφοριών για την παράκτια ζώνη του Δήμου Λαυρίου. Στη πρώτη περίπτωση διαπιστώνεται η ανάγκη επανακαθορισμού του αιγιαλού και της παραλίας στον Δήμο Λαυρίου, ενώ τα χωρικά δεδομένα που αφορούν την παράκτια ζώνη δεν έχουν ενιαία τυποποίηση με αποτέλεσμα την αδυναμία διαχείρισης, διάθεσης και ανταλλαγής από τους εμπλεκόμενους φορείς. Στη δεύτερη περίπτωση, εξετάστηκαν οι χρήσεις γης σε επίπεδο Δήμου και στη παράκτια ζώνη του, διαπιστώθηκε αν οι υφιστάμενες χρήσεις «συμφωνούν» με τις θεσμοθετημένες και τέλος αν υπάρχουν συγκρούσεις μεταξύ των χρήσεων γης και των δραστηριοτήτων στην παράκτια ζώνη. Κάποιοι από τους περιορισμούς που διαπιστώθηκαν κατά την ανάλυση, αφορούν στη δυσκολία στην διερεύνηση των θαλάσσιων δραστηριοτήτων, η οποία έγκειται στον μη σαφή προσδιορισμό των ορίων τους. Αυτό συμβαίνει διότι δεν υπάρχουν φυσικά ή τεχνητά όρια στο θαλάσσιο χώρο, σε αντίθεση με την ξηρά. Επίσης, η έλλειψη στοιχείων δεν επέτρεψε την μελέτη της μεταβολής στις χρήσεις γης στην παράκτια ζώνη για τη διαπίστωση των πιέσεων ή των τάσεων που υπάρχουν σε μια παράκτια περιοχή και την πρόληψη των δυσμενών επιπτώσεων από σύγκρουση χρήσεων γης και επικείμενων δραστηριοτήτων. Επιπροσθέτως, η συλλογή και η πρόσβαση σε στοιχεία σχετικά με τους φορείς διαχείρισης ήταν περιορισμένη και δεν δίνεται σαφής εικόνα σχετικά με αυτό το θέμα στο ΓΣΠ που συγκροτήθηκε. Απώτερος στόχος είναι, να γίνει χρήση του συστήματος που συγκροτήθηκε ως σύστημα διαχείρισης της παράκτιας ζώνης. Αυτό μπορεί να επιτευχθεί, αφού ενσωματωθούν σε αυτό στοιχεία που αφορούν στους φορείς διαχείρισης και στα δικαιώματα που υφίστανται στο παράκτιο και θαλάσσιο χώρο. Το σύστημα διαχείρισης θα υποβοηθά στη λήψη αποφάσεων στο δήμο Λαυρεωτικής και θα κινείται στην κατεύθυνση μιας, όσο το δυνατόν, ολοκληρωμένης διαχείρισης της παράκτιας ζώνης. Το ζητούμενο της ολοκληρωμένης διαχείρισης των παράκτιων ζωνών τίθεται και από την ευρωπαϊκή οδηγία 2002/413/EC, στο πλαίσιο της οποίας συντάχθηκε η εθνική έκθεση για την ολοκληρωμένη διαχείριση παράκτιων ζωνών το 2006. Άρα, γίνεται αντιληπτό ότι η διαχείριση του παράκτιου χώρου προβάλλεται ως εθνική προτεραιότητα. Η ολοκληρωμένη διαχείριση του παράκτιου χώρου ανεξάρτητα από το φορέα διαχείρισης (εθνικός φορέας διαχείρισης, τοπική αυτοδιοίκηση ή συνδιαχείριση), θα πρέπει να είναι ικανή να αντιμετωπίσει μελλοντικές απαιτήσεις και τάσεις αλλά και τα αλληλοσυγκρουόμενα συμφέροντα, ή οφέλη, καλύτερα, είτε που υπάρχουν είτε που θα προκύψουν.
The present thesis aims at investigating activities and land uses in the coastal zone of the Municipality of Lavreotiki as well as the available spatial data and the stakeholders involved in the administration of coastal zones. The Municipality of Lavreotiki was chosen as a case study due to the port, which plays a significant role in the area. The port of Lavrio is classified as a port of national importance according to the Joint Ministerial Decision 3514.96/02/92 of the Ministry of Economy and Finance, the Ministry of Environment Planning and Public Works and the Ministry of Mercantile Marine. Furthermore, the Municipality of Lavrio attracts diverse activities such as urban development, aquaculture, fishing, shipping, tourism and recreation. It is considered as a representative case study as it encompasses most of the activities that are possible to encounter in a coastal zone. An approach to the objective set above, is the use of GIS (Geographic Information System) as a tool for integrating spatial and attribute data for the coastal zone of Lavrio. The thesis is organised in seven chapters. Chapter 1 introduces the notion of the coastal zone, the notion of their management and presents the activities involved. The reasons why the coastal space favours the development of such a number of activities are also analysed. Chapter 2 provides an overview of the international experience of coastal zone management. Chapter 3 introduces the Greek activity related to the management of the country’s coastal zones. In particular, the main issues that are discussed are the legal framework encompassing coastal zones, the stakeholders involved in coastal zone management and the main problems faced by the various institutions. The chapter also points out the necessity of a national infrastructure of spatial information. In Chapter 4 the Municipality of Lavrio is presented in terms of its location in the Attica prefecture, its relative importance, architecture, archaeological heritage as well as in terms of its spatial and urban planning. This Chapter also provides an overview of the land uses established according to the Residential Zones Control plan and the status of urban planning in Lavrio according to the existing General Urban Plan. In Chapter 5 the coastal zone of the municipality of Lavrio is delimited, land uses and activities involved are defined. These are the result of the processing of available cartographic data and an on-site investigation. A first approach to the issue of the institutions managing public property in the coastal zone, the managing institution of the port overland zone and the marine cultural heritage is attempted. It is concluded that there cannot be a spatial definition of the areas of responsibility due to lack of data. Chapter 6 presents the methodology of constructing the geographic information system for the municipality of Lavreotiki. The main steps of a GIS construction are data collection, entry of the data into a GIS environment and finally management and analysis of the data. In particular, three examples illustrate the use of GIS as an analysis tool. Investigated in this chapter are also issues such as, the conflict of land uses with activities, the proximity of the various activities with the coastal road network and the process of siting an activity in the marine zone (proposed areas for a diving park). The examples aim at illustrating the use of GIS as a decision making tool. Chapter 7 presents the conclusions deducted from the above analysis and they relate to two broad categories: conclusions made on the spatial data for the coastal zone and conclusions related to the construction of a GIS for the coastal zone of the municipality of Lavrio. In the first case, the need for redefining the seashore and coast in the Municipality of Lavrio emerges, whereas the coastal spatial data are not integrated as far as the scale and the reference system are concerned. As a result, issues related to management, disposition and exchange of spatial data tend to make this data inaccessible. In the second case, land use in the Municipality and in the coastal zone is investigated. Conclusions regarding the established land use according to the Residential Zones Control plan and the currently existing land use as well as the conflict of land uses with activities (incompatible activities), are deducted. Restrictions in the analysis of data mainly relate to the difficulty of delimiting the boundaries of marine activities. This is a result of the lack of natural/physical or artificial boundaries in the marine space. Furthermore, it has not been feasible to study the rate of changes related to land use in the coastal zone due to lack of data series. Such a study would be crucial in order to investigate the pressures or trends, which occur in the coastal zone with the objective of preventing or controlling the conflict between land use and activities. Accessible data concerning the stakeholders was rather limited. As a result, conclusions relevant to overlaps or gaps in the jurisdiction between the stakeholders could not be deducted. GIS could act as a tool for coastal management if in that are incorporated data concerning the stakeholders involved in the coastal management as well as data the rights which apply to the coastal and marine space. Such a system, could assist in the decision-making process, in the Municipality of Lavreotiki given that it fulfills the principles of the Integrated Coastal Zone Management. The Integrated Coastal Zone Management is an objective set by the European Recommendation on Integrated Coastal Zone Management 2002/413/EC and emerges therefore as a national priority. In the context of this Recommendation, the National Report on Coastal Zone Management was prepared in 2006. Regardless of which the stakeholder is managing the coastal zone (whether it be national stakeholder, local authorities or co-management), the Integrated Coastal Zone Management should be capable of managing future trends or demands, diverse interests or benefits, which are or will be encountered in the coastal and marine spaces.