Αντικείμενο της διπλωματικής εργασίας αποτελεί η μελέτη της βιομηχανικής ραδιογραφίας και οι μεταβλητές αυτής της μεθόδου, που επηρεάζουν άμεσα το αποτέλεσμα της ραδιογραφίας και κατ’ επέκταση την απόφαση του εκάστοτε ελεγκτή συγκολλήσεων για την αποδοχή ή όχι μιας συγκόλλησης. Πιο συγκεκριμένα, μελετήθηκαν δοκίμια συγκολλήσεων τα οποία περιείχαν συγκεκριμένα σφάλματα κατά μήκος της συγκόλλησης. Τα σφάλματα αυτά ήταν γνωστά εκ των προτέρων και στόχος ήταν να μελετηθεί κατά πόσο η αποτύπωση αυτών των σφαλμάτων στο ραδιογραφικό φιλμ, επηρεάζεται λιγότερο ή περισσότερο από συγκεκριμένες μεταβλητές που σχετίζονται με την μέθοδο του ραδιογραφικού ελέγχου. Στην συνέχεια, για να αξιολογηθεί η επιροή των σφαλμάτων στην αντοχή της συγκόλλησης σε στατική καταπόνηση λήφθηκαν, με κατεργασία κοπής ενός εκ των ραδιογραφηθέντων δοκιμίων, 5 μικρότερα δοκίμια που περιείχαν μέρος των σφαλμάτων με σκοπό την καταπόνηση τους σε εφελκυσμό. Με τις δοκιμές αυτές εξετάσθηκε κατά πόσο τα σφάλματα επηρεάζουν την στατική αντοχή της σύνδεσης.
The main objectives of the thesis are the study of radiography and the variables which define the application of the method for the non destructive testing of weldings in industry. The examined variables act on the results of radiography in such direct way which can also influence the decision taken whether a weld is accepted or not. More specifically, two test pieces (buttwelds) where examined which contained specific weld defects known from the beginning of the testing procedure. The goal was to study the results of the method, which is depicted on the radiographic films, changing principal variables as kV, mA*min, FFD, Film type, etc. After the first radiographic test, five smaller parts were cut out from one of the two larger weld pieces, following specific regulations and methods, in order to test their tensile strength. Three of the five small test pieces contained known weld defects. The main target was to find out the impact of the defects to the quasi static tensile strength of the weldment.