Σε αυτή την μεταπτυχιακή εργασία, ερευνάται το αμφιλεγόμενο θέμα των βιοκαυσίμων, για το οποίο γίνεται αρκετός λόγος στην σημερινή εποχή. Η ανάλυση επικεντρώνεται στον ευρωπαϊκό χώρο, και φυσικά στη χώρα μας, όντας μέλος της Ευρωπαϊκής Ένωσης, χωρίς όμως μέσω μιας τέτοιας προσέγγισης να παραγνωρίζεται το γεγονός ότι τέτοια ζητήματα πρέπει να εξετάζονται και σε παγκόσμιο επίπεδο, εφόσον βιώνουμε ένα παγκοσμιοποιημένο πλέον καθεστώς. Στην αρχή θεωρήθηκε επιτακτικό να αναλυθούν κάποια τεχνικά χαρακτηριστικά της παραγωγής των βιοκαυσίμων, πριν περάσουμε στην ανάλυση των υφιστάμενων τάσεων σε παγκόσμιο και ευρωπαϊκό επίπεδο. Εκεί παρουσιάζονται το νομοθετικό πλαίσιο, οι τάσεις που επικρατούν και τονίζονται οι ιδιαιτερότητες των βιοκαυσίμων, που η ανάλυσή τους ενδεχομένως να αποδειχθεί καθοριστική στην όσο το δυνατόν καλύτερη προσέγγιση των κινδύνων και προοπτικών στην προώθηση τους σε παγκόσμιο, περιφερειακό και τοπικό επίπεδο. Παράλληλα, προσπαθούμε να αποτυπώσουμε τους προβληματισμούς, τις επιπτώσεις, τα πλεονεκτήματα και τα μειονεκτήματα των βιοκαυσίμων. Τέλος υπάρχει η ανάλυση της περίπτωσης της χώρας μας, που σε καμιά περίπτωση δεν αποτελεί ξεχωριστό πλαίσιο, αλλά άρρηκτα δεμένο με το ευρωπαϊκό και παγκόσμιο στάτους κβο. Η αποτύπωση των συμπερασμάτων συνιστά το αποτέλεσμα της προσπάθειας παρουσίασης, εν τάχει, των κυριότερων σημείων που αναδείχθηκαν από την όλη εργασία. Συγκεκριμένα, σε πολλές των περιπτώσεων, κατά την μελέτη της παραγωγής των βιοκαυσίμων δεν έχει συμπεριληφθεί το περιβαλλοντικό κόστος, ή δεν έχουν ληφθεί υπόψη όλες οι παράμετροι που θα έπρεπε, με χαρακτηριστικά τα παραδείγματα της αποψίλωσης τροπικών δασών του Αμαζονίου και της Ινδοκίνας. Η πολιτική προώθησης των βιοκαυσίμων σε παγκόσμιο επίπεδο, υπαγορεύεται από τις ΗΠΑ και την Βραζιλία και κάποιες μεμονωμένες περιπτώσεις χωρών της Ευρώπης (π.χ. Σουηδία) για διάφορους λόγους. Αυτοί μπορεί να είναι είτε τοπικοί, όπως η επιδότηση των αγροτών, είτε οικονομικοί, στο βωμό της ανάπτυξης και στην αύξηση του κύκλου εργασιών και των επενδύσεων, είτε χρηματοπιστωτικοί, όσον αφορά στην ανεύρεση επενδυτικών ευκαιριών σε καινούρια πεδία, είτε κοινωνικοί, όπως η μείωση της ανεργίας είτε, τέλος, γεωπολιτικοί, αναφερόμενοι στην ενεργειακή απεξάρτηση από το πετρέλαιο – κάτι που ισχύει κυρίως για την περίπτωση της Βραζιλίας. Η πολιτική της Ε.Ε. για τα βιοκαύσιμα με στρατηγικό πλάνο εικοσαετίας, υπαγορεύτηκε κυρίως από τις αγροτικές χώρες, και πλέον τίθεται συνολικά σε αμφισβήτηση και αναθεώρηση. Η εφαρμογή της από τα κράτη μέλη αντιμετωπίστηκε με διαφορετικό τρόπο σε πολλές των περιπτώσεων. Έκδηλη είναι η αδυναμία των βιοκαυσίμων στο να αποτελέσουν εναλλακτική λύση απέναντι στα ορυκτά καύσιμα καθώς το 2005 η παραγωγή βιοκαυσίμων παγκοσμίως αποτέλεσε το 2% της παγκόσμιας αγοράς βενζίνης και 0,2% της παγκόσμιας αγοράς πετρελαίου. Η εγχώρια παραγωγή βιοκαυσίμων πολλών χωρών δεν είναι οικονομικά συμφέρουσα, εφόσον, για να είναι βιώσιμη, υποστηρίζεται μέσω των επιδοτήσεων της παραγωγής πρώτων υλών, αλλά και μέσω δασμών στις εισαγωγές. Η απελευθέρωση του εμπορίου των βιοκαυσίμων παγκοσμίως εγείρει πολλά ερωτηματικά και ενστάσεις την σημερινή εποχή. Ένας από τους λόγους της ραγδαίας αύξησης των τιμών των διατροφικών αγροτικών προϊόντων είναι και τα βιοκαύσιμα, χωρίς αυτός να θεωρείται ο σημαντικότερος. H δε αναπτυξή τους σε περιφερειακό επίπεδο μπορεί να οδηγήσει φτωχές, αναπτυσσόμενες τροπικές και υποτροπικές χώρες, όπου ευνοείται η καλλιέργεια πολύ αποδοτικών ενεργειακών φυτών, στον περιορισμό των εκτάσεων που παράγουν τρόφιμα. Είναι φανερό πως μια τέτοια πρακτική θα έχει ολέθριες συνέπειες στους κατοίκους των περιοχών αυτών, καθώς στερούνται τα λίγα αλλά απαραίτητα για την επιβίωσή τους τρόφιμα. Φαίνεται λοιπόν ότι η καλύτερη προσέγγιση ανάπτυξης των βιοκαυσίμων σε εθνικό, ευρωπαïκό και πιθανώς σε παγκόσμιο επίπεδο, συνοψίζεται καταρχήν στο ότι τα βιοκαύσιμα θα πρέπει να θεωρούνται ως μέρος της λύσης και όχι η λύση του προβλήματος της αντικατάστασης των ορυκτών καυσίμων. Πρέπει επίσης να χρησιμοποιούνται ενεργειακά φυτά (με την προϋπόθεση να καλλιεργηθούν ντόπια είδη σε κάθε περιοχή) που δίνουν μεγάλη ποσότητα ποιοτικής βιομάζας, φυτά που είναι ταυτόχρονα φιλικά προς το περιβάλλον του τόπου, εύκολα στην καλλιέργειά τους, ενώ μπορούν να χρησιμοποιηθούν σε φτωχές σε γονιμότητα ή προβληματικές εκτάσεις και να διαφυλαχτούν έτσι οι γόνιμες περιοχές για τα γεωργικά προϊόντα και τα δάση.
In this postgraduate work, we investigate the ambiguous subject of biofuels, which raises many disputes nowadays. The analysis is focused on the European level, and, certainly, on our country (Greece), being member of European Union, without escaping naturally from the world space, in the framework of a globalised regime. In the beginning, it was considered necessary to analyze certain technical characteristics of the production of biofuels, before we continue with the analysis of the existing tendencies in the world and the European level. Next, the legislative framework, the dominant trends and the particularities of biofuels are stressed, factors that may be proved to be decisive in the analysis of dangers and prospects associated with the promotion of biofuels at a global, regional and local level. Moreover, we try to outline, all the reflections, repercussions, advantages and disadvantages of biofuels. Finally, we focus the analysis on our country, which, in any case, belongs to the same frame that includes the Europe and the whole world. The essay of conclusions constitutes the result of an attempt to present, in brief, the main points that rise to prominence by the whole work. Specifically, in many cases, while studying biofuels’ production, the environmental cost has not been included, or all the parameters that should have been taken into account are not; such a typical example is the deforestation of tropical forests of Amazon and Indochina. The policy of biofuels’ promotion in worldwide level, is dictated by USA and Brazil and certain individual cases of countries of Europe (e.g. Sweden) for several reasons. These reasons could be either local, that are the subsidy of farmers, economic, in shake of growth and the increase of circle of work and investments (e.g. reasons pertinent to the exchange stock in order to find out investment opportunities in new fields), social, such as the reduction of unemployment, or, finally, geopolitical, referring to energy autonomy and not addiction from oil – a status that suits mainly the case of Brazil. The E.U. policy for the biofuels with a strategic plan of twenty years, was dictated main by the rural countries and, henceforth is being questioned and revised in toto. The implementation of this policy by the states members was faced in different manners. The weakness of biofuels so as to constitute an alternative solution as a substitute of mining fuels is obvious, as in 2005 the world biofuels’ production constituted the 2% of world market of gasoline and 0,2% of world market of petrol. Many countries’ domestic production of biofuels is not economically efficient, as long as, in order to be viable, it is supported via the subsidies of production of raw materials as well as via tariff in the imports. The deregulation of biofuels trade in a world scale raises a lot of controversies and exceptions today. One of the reasons of rapid increase of prices of alimentary rural products is also biofuels, without being considered the most important. The growth of biofuels in peripheral level, though, can lead poor, developing tropical and subtropical countries, where the cultivation of very efficient energy crops is encouraged, to the restriction of fields that produces foods. Apparently, such a practice has pestiferous consequences in the inhabitants of these regions, as they are deprived of the little but essential foods for their survival. The best approach of biofuels development in national, European and global scale, is summarized primarily in that biofuels should be considered as part of solution and not the solution of the problem of replacement of mining fuels. In addition, energy crops that yield large quantity of qualitative biomass should be cultivated (under the precondition that local species in each region are cultivated), crops which are simultaneous friendly to the local environment, easy to cultivate, while they can be used in low-fertile or problematic fields, so that fertile regions should be preserved, with a view to either be cultivated (agricultural products for food) or remain forests.