Στη παρούσα εργασία καταπιανόμαστε με την περίπτωση του Ολυμπιακού Χωριού, όχι όμως με εκείνο το έντονο και λαμπερό Χωριό των Ολυμπιακών Αγώνων του 2004, αλλά με εκείνο το ήσυχο και παραπονεμένο Χωριό της Ελλάδας του 2009. Το Ολυμπιακό Χωριό βρίσκεται στη Βόρειο-Δυτική πλευρά του Λεκανοπεδίου της Αττικής σε μία έκταση η ο οποία φέρει το τοπωνύμιο «Πάτημα Δημογλή» εντός των διοικητικών ορίων του Δήμου Αχαρνών. Πρόκειται για ένα καινούργιο οικισμό ο οποίος διαθέτει 2292 κατοικίες, σχολεία, κοινόχρηστους χώρους, αθλητικές εγκαταστάσεις, καταστήματα, μία πολυκλινική καθώς και φιλοξενεί στα όρια της και ένα κτίριο του Ι.Γ.Μ.Ε. Το Ολυμπιακό Χωριό έχει διανύσει ήδη δύο φάσεις στη χρονική περίοδο έως σήμερα από το 2004 που θεωρείται το έτος κατασκευής του. Η πρώτη φάση αφορούσε την περίοδο των Ολυμπιακών Αγώνων όπου εκτιμάται ότι φιλοξένησε τουλάχιστον 16.000 άτομα (αθλητές και συνοδοί). Ενώ η δεύτερη φάση αφορά την μετά-Ολυμπιακή περίοδο, στις αρχές της οποίας οι εργολάβοι που είχαν αναλάβει την όλη κατασκευή είχαν την υποχρέωση να τροποποιήσουν τις κατοικίες, βάση των μελετών που είχαν εκπονηθεί από τον Ο.Ε.Κ. και την Ολυμπιακό Χωριό 2004 Α.Ε., ώστε οι κατοικίες να επιτύχουν να φιλοξενήσουν για πάντα αυτή τη φορά περίπου 10.000 κατοίκους. Αυτό το σημείο ακριβώς, αποτελεί την ουσιαστική αφετηρία μας για τη συγκεκριμένη διπλωματική, δηλαδή πως και με ποιες παρεμβάσεις αυτός ο οικισμός δύναται να αποτελέσει κάποια δεδομένη στιγμή μία οργανωμένη-σύγχρονη- πόλη στην οποία 10.000 άνθρωποι θα έχουν τη δυνατότητα να εργάζονται, να ψυχαγωγούνται, να διασκεδάζουν, να αθλούνται, να μορφώνονται, να αποτελούν ενεργό μέρος της καταναλωτικής κοινωνίας και να νοιώθουν ασφαλείς. Αρχικά στην εργασία γίνεται μία σύντομη αναφορά στον κατασκευαστικό οργασμό της διοργάνωσης, περιγράφοντας λιτά τα έργα που υποστήριξαν τη διεξαγωγή στην πατρίδα μας, των Ολυμπιακών Αγώνων του 2004, του πιο φιλόδοξου, αναμφισβήτητα, project της σύγχρονης ιστορίας μας. Κατόπιν ακολουθεί μία σύντομη παρουσίαση των Ολυμπιακών Χωριών των αγώνων από το 1960 έως και σήμερα, με στοχευμένη αναφορά στη μετά-Ολυμπιακή χρήση τους, έτσι ώστε να καταλήξουμε σε μία πλήρη περιγραφή του δικού μας Ολυμπιακού Χωριού με μετρητικά και όχι μόνο στοιχεία. Στοιχεία που όμως, δεν φανερώνουν τελικά όλη την αλήθεια για την πραγματική εικόνα της “καινούργιας πόλης”, όπως θέλει να τη βαπτίζει η πολιτεία κατά το δοκούν, διότι έρχεται η κοινή γνώμη να ανατρέψει τα σχέδια και πορίσματα της τεχνοκρατικής αντίληψης των εμπλεκόμενων φορέων. Κατόπιν, με δεδομένη πια τη μετά-Ολυμπιακή αξιοποίηση του οικισμού για εργατική κατοικία κάνουμε μία “στάση” στο διαχρονικό πρόβλημα της στέγασης και των προτεινόμενων πολιτικών από την Ευρωπαϊκή Κοινότητα, καταλήγοντας σε μία μικρή ιστορική αναδρομή για το έργο του Ο.Ε.Κ. στην Ελλάδα. Ένα έργο, χωρίς αμφιβολία, μεγαλειώδες με θετικό κυρίως αντίκτυπο τόσο στα κοινωνικά στρώματα, όσο και στον κλάδο της οικοδομής, με αποκορύφωμα φυσικά την περίπτωση του Ολυμπιακού Χωριού, όπου εδώ δεν μιλάμε πια απλά για οργανωμένη δόμηση, αλλά για μία σημαντική προσπάθεια σχηματισμού σύγχρονης πόλης από μηδενική βάση. Στην αξιόλογη αυτή, προσπάθεια της πολιτείας, επιδιώξαμε να διερευνήσουμε και να εντοπίσουμε τρόπους και λύσεις στοχευόμενων παρεμβάσεων ώστε να καταλήξουμε σε ασφαλή συμπεράσματα για μία βιώσιμη πόλη. Μάλιστα για να το καταφέρουμε αυτό, με βέλτιστο τρόπο, διενεργήσαμε μία κοινωνική έρευνα μέσω ερωτηματολογίων, ώστε να εισάγουμε με ενεργό τρόπο τον οικιστή και να αφουγκραστούμε τελικώς ποιες είναι οι δικές του προτεραιότητες και ανησυχίες, κινούμενοι πάντα, με πίστη στην αρχή της “συμμετοχικής δημοκρατίας”. Αξιοποιώντας λοιπόν, τα άφθονα στοιχεία που αντλήσαμε από την έρευνα και μετατρέποντας τα σε ωφέλιμη πληροφορία οδηγούμαστε διαδοχικά σε μία σειρά από προτάσεις που αφορούν την οικονομική, διοικητική, πολιτιστική, κοινωνική, τουριστική και συγκοινωνιακή λειτουργία του οικισμού. Ενώ στη συνέχεια, εισάγουμε συγκεκριμένες προτάσεις για πολεοδομικές παρεμβάσεις εντός των ορίων του οικισμού, υλοποιώντας στην ουσία, τις περισσότερες σκέψεις μας αλλά και συνιστώντας παράλληλες κατευθύνσεις στην ευρύτερη περιοχή του, μέσω των οποίων ο στόχος της αξιοβιωτης πόλης θα γίνει περισσότερο από ποτέ εφικτός. Πιο συγκεκριμένα: στο κεφάλαιο 1, συγκεντρώνονται τα εισαγωγικά που συνήθως συνοδεύουν μία διπλωματική εργασία ενώ παράλληλα οριοθετούμε την περιοχή μελέτης και αναφερόμαστε στο αντικείμενο της συγκεκριμένης εργασίας. στο κεφάλαιο 2, γίνεται μία αναφορά στις πιθανές θέσεις χωροθέτησης του Ολυμπιακού Χωριού από μελέτη – πόρισμα του Τ.Ε.Ε. στο κεφάλαιο 3, κάνουμε ένα σύντομο πέρασμα στις λογικές που ακολουθήθηκαν τα προηγούμενα χρόνια όσον αφορά τις εγκαταστάσεις των Ολυμπιακών αγώνων, καθώς γίνεται και μία παρουσίαση των Ολυμπιακών Έργων στην Ελλάδα του 2004. στο κεφάλαιο 4 , εισαγόμαστε ουσιαστικά στην έννοια “Ολυμπιακό Χωριό” και κατόπιν παρουσιάζουμε την μετά-ολυμπιακή εκμετάλλευση των Χωριών στις προγενέστερες διοργανώσεις αλλά και σε εκείνη του Πεκίνου (2008). στο κεφάλαιο 5, αναφερόμαστε με διεξοδικό τρόπο στο δικό μας Ολυμπιακό Χωριό, στη μετά-ολυμπιακή του χρήση, ενώ κάνουμε και ένα πέρασμα από τους όμορους δήμους. Τέλος στο συγκεκριμένο κεφάλαιο γίνεται και μία αναφορά στο Ηλιακό Χωριό (Πεύκη). στο κεφάλαιο 6, γίνεται αναφορά στη διαχρονική ανάγκη της στέγασης και στις στρατηγικές που ακολουθούνται τόσο από την Ευρωπαϊκή Κοινότητα αλλά όσο και από το Ελληνικό κράτος, με κεντρικό “μοχλό” εφαρμογής τον Οργανισμό Εργατικής Κατοικίας. στο κεφάλαιο 7, παρουσιάζονται τα αποτελέσματα και τα στοιχεία του ερωτηματολογίου, ομαδοποιημένα κατά το δυνατόν σε θεματικές ενότητες (απασχόληση, εκπαίδευση, ψυχαγωγία, οικιστικά). Στο κεφάλαιο 8, αναφερόμαστε στην έννοια της βιώσιμης ανάπτυξης και επιχειρούμε μέσω της “Χάρτας των Αθηνών” να διερευνήσουμε προβλήματα και τάσεις προτείνοντας ανά τομέα διεξόδους ανάπτυξης και ευημερίας στον οικισμό. Μάλιστα κάνουμε και ιδιαίτερη μνεία στη ενδεχόμενη κατασκευή του Εμπορικού Κέντρου το οποίο αποτελεί μοναδική ευκαιρία για την τοπική ανάπτυξη του Ολυμπιακού Χωριού. στο κεφάλαιο 9, επιχειρούμε ορισμένες από τις προτάσεις που αναφερθήκαν στο προηγούμενο κεφάλαιο περιγραφικά, να τις χωροθετήσουμε και να τις παρουσιάσουμε πάνω σε σχέδιο. το κεφάλαιο 10, ισοδυναμεί με τον επίλογο αυτής της εργασίας ενώ στο κεφάλαιο 11 γίνεται αναφορά στη βιβλιογραφία που χρησιμοποιήθηκε και σε οποιαδήποτε άλλη πηγή που εκμεταλλευτήκαμε προς όφελος της εργασίας. Ακολουθούν διαδοχικά, το παράρτημα επιπλέον στοιχείων όπου γίνεται μία συνολική αναφορά στο κοινωνικό έργο του ΟΕΚ που μεταφράζεται σε εκατοντάδες κατοικίες στην επικράτεια καθώς και το παράρτημα με σχέδια.
In this thesis, we tackle the case of the Olympic Village, not that lively and bright Village of the Olympic Games of 2004 though, but that tranquil and grousing Village of Greece in 2009. The Olympic Village is located in the Northern-West side of the Attica basin in an area which carries the toponym “Dimogli Footing” within the ministerial margins of the Municipality of Acharnai. It concerns a new built-up area that appoints 2,292 living units, schools, communal grounds, sport plants, stores, a polyclinic as well as it accommodates within its borders a building of the institute of Geology and Mineral Exploration (IGME). The Olympic Village has already covered two phases in the time period until today since 2004 which is considered to be the year of its construction. The first phase regarded the Olympic Games period where it is estimated that it offered hospitality to at least 16,000 people (athletes and escorts). Whereas the second phase concerns the after-Olympics period, in the beginning of which the contractors that had undertaken the entire construction carried the liability of modifying the living units, according to the studies that had been elaborated by the Social Housing Organisation (SHO) and the Olympic Company 2004 S.A., in order for the living units to succeed in accommodating forever this time 10,000 occupants approximately. This spot marks exactly our substantial referral for the specific dissertation, that is by how and with which interventions this built-up area may constitute, in a certain moment, an organized –contemporary– city in which 10,000 people will have the potentiality to work, to be entertained, to be amused, to play sports, to be educated, to represent an active side of the consuming society and to feel secure. Initially, in the thesis a brief remark is taking place about the organisation’s construction climax, concisely describing the projects that supported the conducting of the 2004 Olympic Games in our country, the most ambitious, undoubtedly, project of our contemporary history. Afterwards a brief presentation of the Olympic Villages of the games since 1960 until today follows, with referral heading towards the after-Olympic practice, so that to conclude to a full description of our Olympic Village with quantitative, and not only, evidence. Evidence though, which does not reveal the whole truth about the real image of the “brand-new city”, on the way the country wants it arbitrarily baptized, because the public opinion comes to over-balance the technocratic perception‘s plans and findings of the parties involved. Then, given the after-Olympics development of the built-up area for tenement housing we make a “stand” to the diachronic issue of housing and to the recommended policies of the European Community, concluding to a short historic flashback for the SHO’s mission in Greece. A mission, without doubt, magnificent with positive impact on the social layers and in the construction sector as well, with the case of the Olympic Village definitely as a milestone, which is not just systematic building, but a significant attempt of a contemporary city’s formation from zero basis. In this remarkable country’s attempt, we aimed at the inspection and track down means and solutions of directed interventions so as to result in secure conclusions for a viable city. Indeed, to be successful on it, with the optimum way, we operated a social survey through questionnaires, so that we can insert with an active way the occupant and listen to their own priorities and anxieties, moving always, with faith to the principle of “participial democracy”. Developing then the plentiful data we derived from the research and converting them to useful information, we are driven sequentially towards a line of proposals that concern the built-up area’s economic, administrative, cultural, social, touristic and transporting operation. Whereas next, we introduce specific recommendations for urban planning interventions within the area’s limits, implementing substantially our most thoughts, commending as well parallel directions in its greater area, through which the objective of the liveable city will be feasible more than ever.