Περίληψη:
Η έμφαση στην παρούσα εργασία δίνεται στη συμβολή των τεχνολογικών πάρκων στην καταπολέμηση των επιπτώσεων της κρίσης στη βιομηχανία. Τα τεχνολογικά πάρκα έχουν κατά καιρούς διαφημιστεί ως πυρήνες ανάπτυξης ερευνητικών καινοτομιών που δίνουν ώθηση στη βιομηχανική (και όχι μόνο) παραγωγή ειδικά στην εποχή της περίφημης «κοινωνίας της γνώσης» . Συχνά λέγεται ότι συμβάλλουν στη σύνδεση της έρευνας με την παραγωγή, καθώς και ότι τονώνουν την τοπική ανάπτυξη, συμβάλλουν στην απασχόληση κλπ. Όλα αυτά είναι αντικείμενα άξια διερεύνησης. Το κίνητρο λοιπόν για την εκπόνηση αυτής της εργασίας ήταν η αναμέτρηση με αυτά τα ερωτήματα. Η μελέτη περίπτωσης που επιλέξαμε είναι το Τεχνολογικό-Πολιτιστικό Πάρκο Λαυρίου που διοικητικά υπάγεται στο ΕΜΠ. Τα όποια συμπεράσματα φυσικά δεν είναι εύκολα γενικεύσιμα στο βαθμό που αφενός η ίδρυση τεχνολογικών πάρκων στην Ελλάδα είναι σχετικά πρόσφατη και αφετέρου το καθεστώς των διαφόρων πάρκων ποικίλλει (πανεπιστημιακά, κρατικά, ιδιωτικά). Η δομή της εργασίας περιλαμβάνει αρχικά ένα κεφάλαιο όπου αναπτύσσεται συνοπτικά το μεθοδολογικό πλαίσιο της εργασίας και κατόπιν ένα κεφάλαιο συνοπτικής κριτικής παρουσίασης άλλων θεωρήσεων για τα ζητήματα της ανάπτυξης και της κρίσης. Στο κεφάλαιο αυτό ακολουθείται μια σχηματική διάκριση των θεωρήσεων αυτών, η οποία δεν ισχύει απόλυτα, αλλά διευκολύνει την συνοπτική παρουσίαση και κριτική τους. Στη συνέχεια ακολουθεί ένα κεφάλαιο για τη θεώρηση του χώρου από τη σκοπιά των διάφορων αναπτυξιακών θεωριών που παρουσιάζει συνοπτικά τις αντίστοιχες θεωρίες για την εγκατάσταση των παραγωγικών δραστηριοτήτων και για την περιφερειακή ανάπτυξη. Ακολουθεί ένα κεφάλαιο με μια σύντομη (και ως εκ τούτου όχι εξαντλητική) αναφορά στην πορεία της καπιταλιστικής ανάπτυξης και της βιομηχανίας στη χώρα μας. Στο επόμενο κεφάλαιο γίνεται αναφορά στη συμβολή της έρευνας και της τεχνολογίας στη διαδικασία της αναδιάρθρωσης. Σε αυτό το κεφάλαιο αναφερόμαστε αναλυτικά και στο ρόλο των τεχνολογικών πάρκων. Τέλος, ακολουθεί ένα κεφάλαιο στο οποίο περιγράφεται η διαδικασία της επιτόπιας έρευνας που διεξάχθηκε στο πλαίσιο της παρούσας εργασίας για τη διερεύνηση και τον έλεγχο των υποθέσεων εργασίας μας. Σε αυτό το κεφάλαιο υπάρχει και η καταγραφή των συμπερασμάτων που προκύπτουν. Τα επιχειρήματα και οι ισχυρισμοί αυτής της εργασίας αυτονόητα βαραίνουν το συγγραφέα και είναι τα συμπεράσματα μιας σύντομης πορείας (πρώτης) αποκρυστάλλωσης της προσωπικής του άποψης με ό,τι αυτό συνεπάγεται. Δεν διεκδικούν δάφνες πρωτοτυπίας, κάτι που δε θα μπορούσε να γίνει άλλωστε σε τόσο σύντομο χρονικό διάστημα. Αν μη τι άλλο όμως για να μπορέσουμε κάποτε να σκεφτόμαστε απλά ενάντια σε αυτό που σήμερα φαντάζει αυτονόητο, πρέπει πρώτα να μάθουμε να σκεφτόμαστε αλλιώς. Κι αυτό ειδικά σε μια περίοδο που επιβεβαιώνεται φρικτά ότι «τίποτα δεν είναι πιο άγονο και βαρετό από τον κοινότυπο νου που φαντασιώνεται» σύμφωνα με μια παλιά, αλλά πάντα επίκαιρη, διατύπωση