Το φαινόμενο gentrification, χρησιμοποιήθηκε για να περιγράψει τις επιπτώσεις συγκεκριμένων αστικών αναπλάσεων, που συνέβαλαν στη μετατροπή, κυρίως των υποβαθμισμένων Αγγλοαμερικανικών πόλεων, σε θύλακες ψυχαγωγίας, πολιτισμού και κατοικίας υψηλών εισοδηματικών στρωμάτων, οδηγώντας στον εκτοπισμό των φτωχότερων ομάδων και των λιγότερο «ευγενών» χρήσεων και αποτέλεσε αντικείμενο μελέτης της παρούσας εργασίας. Στο πλαίσιο αυτό, εξετάστηκαν οι ευρύτερες τάσεις κοινωνικού διαχωρισμού και χωρικού αποκλεισμού, οι οποίες ως αποτέλεσμα τις άνισης ιδιοποίησης του αστικού χώρου, που απορρέουν από το νεοφιλελεύθερο μοντέλο αστικής ανάπτυξης των Αγγλοαμερικανικών πόλεων, συνδέθηκαν στενά με την κοινωνική κινητικότητα του φαινομένου gentrification, που βασίστηκε στο πρότυπο της επιστροφής των ευπορότερων εισοδηματικών στρωμάτων στις εργατικές περιοχές του κέντρου. Η ίδια σύνδεση του φαινομένου προκύπτει και με την εξέταση του ευρύτερου πλαισίου των παγκόσμιων τάσεων της μεταβιομηχανικής και μετανεωτερικής εποχής, όπου τα νέα πρότυπα παραγωγής, απασχόλησης και κατανάλωσης, συνέβαλαν την ανάδυση του gentrification, η οποία αποκρυσταλλώθηκε στην αστική ανάπτυξη των σύγχρονων Αγγλοαμερικανικών επιχειρηματικών πόλεων. Εντός του πλαισίου αυτού, επιδιώχθηκε η εννοιολογική προσέγγιση του gentrification, όπου διαφάνηκε η αντικατάσταση των αντικρουόμενων θεωριών και ιδεολογιών, που μέχρι πρότινος ερμήνευαν το φαινόμενο είτε από την πλευρά της προσφοράς είτε της ζήτησης, με πιο συνθετικές προσεγγίσεις, που δίνουν έμφαση τόσο στη συγκεκριμένη ταυτότητα που αντλούν διαφορετικές ομάδες των μεσαίων τάξεων μέσα από το χώρο, όσο και στον παρεμβατικό ρόλο των κρατικών αναπλάσεων. Στο πλαίσιο αυτό διερευνήθηκε ο ρόλος που καλείται να διαδραματίσει το gentrification στο ευρύτερο πεδίο της αστικής βιώσιμης ανάπτυξης, που βασίζεται στην ένταξη της αισθητικής του αντισυμβατικού καλλιτεχνικού τρόπου ζωής και των κυρίαρχων καταναλωτικών και πολιτιστικών προτύπων στις στρατηγικές ανανέωσης μεγάλης κλίμακας, όπου διαπιστώθηκε η μονομέρεια του σχεδιασμού τους και το συνεπαγόμενο υψηλό κοινωνικό, πολιτιστικό και περιβαλλοντικό κόστος, γεγονός που αντιφάσκει τόσο με τις αρχικές επιδιώξεις τους όσο και με την ευρύτερη έννοια της ολοκληρωμένης ανάπτυξης. Ωστόσο, το εννοιολογικό πλαίσιο του κλασικού φαινομένου gentrification διαφάνηκε ιδιαίτερα διευρυμένο, εφόσον δεν συνάδει με παρόμοιες αλλαγές των υποβαθμισμένων περιοχών του κέντρου της Αθήνας, όπου οι διαφορετικές κοινωνικές, οικονομικές, πολιτικές και πολιτιστικές δυνάμεις, αποκρυσταλλώνονται διαφορετικά τόσο στην ιστορία της πόλης όσο και στην ιδιότυπη ανάπτυξη του αθηναϊκού αστικού χώρου. Το γεγονός αυτό επιβεβαιώθηκε από την ανάλυση του μετασχηματισμού του Γκαζοχωρίου, που υπήρξε από τις πρώτες αυθαίρετες βιομηχανικές συνοικίες του δυτικού κέντρου της Αθήνας και παράλληλα από τις τελευταίες που δέχτηκαν μια σειρά αλλαγών, οι οποίες παρόλο που αναδιαμόρφωσαν την μέχρι πρότινος υποβαθμισμένη φυσιογνωμία του, δεν εμφανίζουν γενικευμένες τάσεις εδραίωσης φαινομένων gentrification. Η παρεμβατικότητα του αστικού σχεδιασμού, παρόλο που κατευθύνει τις αλλαγές χρήσεων σε συγκεκριμένες περιοχές του κέντρου, εστιάζει στη βελτίωση της εικόνας της πόλης και όχι στην εδραίωση κατοικίας, γεγονός που διαπιστώθηκε και από τη μεταβολή των χρήσεων γης του Γκαζοχωρίου, που αφορούν, κυρίως, σε νέες αναπλάσεις αναψυχής και όχι κατοικίας και πολιτισμού, οι οποίες δεν συνοδεύτηκαν από την ανοδική κοινωνική μεταβολή της περιοχής. Αντιθέτως, διαπιστώθηκε πως η ανοδική κοινωνική κινητικότητα στη περιοχή, πραγματοποιήθηκε σε επίπεδο επισκεπτών και όχι κατοίκων, όπως στο κλασικό μοντέλο gentrification και υποκινήθηκε, κυρίως στα πρώτα στάδια του μετασχηματισμού, από «πρωτοπόρους» ιδιοκτήτες χρήσεων αναψυχής, που αναζήτησαν φτηνό τόπο επιχειρηματικής δράσης, συγκεκριμένου καλλιτεχνικού, αισθητικού και σεξουαλικού χαρακτήρα. Κατ’ επέκταση ο μετασχηματισμός του Γκαζοχωρίου βασίστηκε στη ανάπτυξη εμπορικών χρήσεων αναψυχής και όχι στις αναπλάσεις του κλασικού μοντέλου gentrification. Παράλληλα, οι πολυδιάστατες αρνητικές επιπτώσεις του μετασχηματισμού επέφεραν αλλοίωση στη περιοχή μελέτης και δεν διαφαίνεται να ευνοούν μακροπρόθεσμα τη πλειοψηφία των εμπλεκόμενων στη διαδικασία, ενώ καταδεικνύουν πιθανότητα εμφάνισης του φαινομένου gentrification ως προοπτική εξέλιξης της περιοχή, στο πλαίσιο ενός δεύτερου επενδυτικού κύματος, γεγονός που τέθηκε ως ζήτημα για μελλοντική διερεύνηση.The gentrification phenomenon has been used to describe the consequences of specific types of urban reformation, which have contributed to the conversion of mainly degraded English - American cities into recreational, cultural and dwelling spots of the high income class while leading to the displacement of poorer groups as well as the removal of less “noble” uses and constitutes the object of this report. On that basis, broader tendencies of social segregation and spatial exclusion have been examined and these trends, being the consequence of uneven expropriation of the urban space and deriving from the neoliberal model of the English - American urban development, have been closely connected to the social mobility of the gentrification phenomenon which has depended on the pattern of the wealthier classes’ return to the blue collar areas of the centre. The same phenomenon correspondence emerges from examining the wider frame of the international postindustrial –postmodern era tendencies, when the new production, employment and consumption models contributed to the emergence of the gentrification, a phenomenon which was finalized through the urban development of the English – American enterprising cities. In this respect, a conceptual approach of gentrification has been sought and it has been proven that the conflicting theories and ideologies, regarding and explaining the phenomenon either of the supply or the demand sides, have been replaced by more complex approaches which emphasize the specific identity obtained by various middle class groups due to the specific area, as well as stressing the intervening role of the state reformation. Within this frame, the role of gentrification with regard to the broader sustainable urban development has been explored, a role which has been based on the integration of the unconventional, artistic way of life together with the set consumption and culture norms into large scale renewal strategies, where it has been confirmed that their planning and the related high social, cultural and environmental cost is one-sided, a fact in contradiction with their original goals as well as the wider meaning of the integrated development. However, the conceptual frame of the gentrification phenomenon has appeared particularly expanded since it does not befit similar changes in the degraded areas of Athens centre, where dissimilar social, financial, political and cultural forces are unlike traced not only in the city’s history but also in the particular development of the Athenian urban site. This fact has been confirmed by the analysis of the transformation of the Gas quarter, which was one of the first unauthorized industrial districts in the west centre of Athens and at the same time, one of the last ones receiving a series of alterations, which although having transformed its -till recently- degraded character, they do not appear as widespread tendencies towards the strengthening of the gentrification phenomenon. The intervention in the urban planning, although it encourages the use changes in specific centre areas, it focuses rather on the enhancement of the city image than on the expansion of the city’s living quarters, a fact which has been ascertained also by the change of the land use in the Gas quarter, leading to reformation of a mainly recreational rather than dwelling or cultural nature, which therefore has never been accompanied by an upturn social change of the area. On the contrary, it has been concluded that such upturn social change was accomplished only on a visiting and not on a residential level unlike the typical gentrification model and it was encouraged, especially on the first reformation stages, by “pioneering” land owners, who had been looking for low price enterprising space of a specific artistic, aesthetic and sexual kind. Furthermore, the Gas quarter transformation has been based on the promotion of the commercial aspect of the land and not in the sense of typical gentrification. At the same time and due to the multiple negative consequences of the transformation, the study quarter has taken a turn for the worse, it does not seem possible that the changes will benefit the majority of the involved parties in the long run and it is apparent that the gentrification solution could give the area a better development potential through a second investment movement, a perspective which has been subjected to further inquiry.
The gentrification phenomenon has been used to describe the consequences of specific types of urban reformation, which have contributed to the conversion of mainly degraded English - American cities into recreational, cultural and dwelling spots of the high income class while leading to the displacement of poorer groups as well as the removal of less “noble” uses and constitutes the object of this report. On that basis, broader tendencies of social segregation and spatial exclusion have been examined and these trends, being the consequence of uneven expropriation of the urban space and deriving from the neoliberal model of the English - American urban development, have been closely connected to the social mobility of the gentrification phenomenon which has depended on the pattern of the wealthier classes’ return to the blue collar areas of the centre. The same phenomenon correspondence emerges from examining the wider frame of the international postindustrial –postmodern era tendencies, when the new production, employment and consumption models contributed to the emergence of the gentrification, a phenomenon which was finalized through the urban development of the English – American enterprising cities. In this respect, a conceptual approach of gentrification has been sought and it has been proven that the conflicting theories and ideologies, regarding and explaining the phenomenon either of the supply or the demand sides, have been replaced by more complex approaches which emphasize the specific identity obtained by various middle class groups due to the specific area, as well as stressing the intervening role of the state reformation. Within this frame, the role of gentrification with regard to the broader sustainable urban development has been explored, a role which has been based on the integration of the unconventional, artistic way of life together with the set consumption and culture norms into large scale renewal strategies, where it has been confirmed that their planning and the related high social, cultural and environmental cost is one-sided, a fact in contradiction with their original goals as well as the wider meaning of the integrated development. However, the conceptual frame of the gentrification phenomenon has appeared particularly expanded since it does not befit similar changes in the degraded areas of Athens centre, where dissimilar social, financial, political and cultural forces are unlike traced not only in the city’s history but also in the particular development of the Athenian urban site. This fact has been confirmed by the analysis of the transformation of the Gas quarter, which was one of the first unauthorized industrial districts in the west centre of Athens and at the same time, one of the last ones receiving a series of alterations, which although having transformed its -till recently- degraded character, they do not appear as widespread tendencies towards the strengthening of the gentrification phenomenon. The intervention in the urban planning, although it encourages the use changes in specific centre areas, it focuses rather on the enhancement of the city image than on the expansion of the city’s living quarters, a fact which has been ascertained also by the change of the land use in the Gas quarter, leading to reformation of a mainly recreational rather than dwelling or cultural nature, which therefore has never been accompanied by an upturn social change of the area. On the contrary, it has been concluded that such upturn social change was accomplished only on a visiting and not on a residential level unlike the typical gentrification model and it was encouraged, especially on the first reformation stages, by “pioneering” land owners, who had been looking for low price enterprising space of a specific artistic, aesthetic and sexual kind. Furthermore, the Gas quarter transformation has been based on the promotion of the commercial aspect of the land and not in the sense of typical gentrification. At the same time and due to the multiple negative consequences of the transformation, the study quarter has taken a turn for the worse, it does not seem possible that the changes will benefit the majority of the involved parties in the long run and it is apparent that the gentrification solution could give the area a better development potential through a second investment movement, a perspective which has been subjected to further inquiry.