Η παρούσα μελέτη αφορά την εκτίμηση της οικολογικής κατάστασης δύο ορεινών λιμναίων οικοσυστημάτων της Ηπείρου (Παμβώτιδα και Δρακόλιμνη). Το πρώτο οικοσύστημα "υφίσταται" πλήθος παρεμβάσεων με επιπτώσεις στη βιοποικιλότητα ενώ το δεύτερο χαρακτηρίζεται ως αλπικό και επομένως η διατήρηση και η προστασία του απαιτούν ιδιαίτερη προσέγγιση. Απώτερος σκοπός είναι η κατανόηση της λειτουργίας των συστημάτων αυτών, έχοντας ως βάση σύγκρισης τα υδρόβια μακρόφυτα. Τα μακρόφυτα θεωρούνται ως ένας καλός δείκτης με βάση τον οποίο μπορεί κανείς να διαπιστώσει την οικολογική κατάσταση των υδάτων στα οποία και φύονται. Ωστόσο μέχρι σήμερα εξαιτίας της δυσκολίας συλλογής δεδομένων καθώς και των πολλών επιμέρους παραγόντων με βάση τους οποίους διαμορφώνεται ένα οικοσύστημα και δη υδατικό, υπάρχει έλλειψη σε εργασίες οι οποίες μπορούν να υποστηρίξουν την άμεση σχέση των ειδών των μακροφύτων με τα θρεπτικά συστατικά που υπάρχουν σε μία λίμνη. Επιπλέον με την υλοποίηση της παρούσας εργασίας διερευνήθηκε η προσπάθεια εφαρμογής ενιαίας πολιτικής σε επίπεδο Ευρωπαϊκό στο θέμα διαχείρισης των υδατικών πόρων με κοινά σημεία αναφοράς τους βιολογικούς δείκτες, αναλύοντας δύο μεθόδους που έχουν προταθεί από τη Γερμανία και την Ολλανδία. Οι λίμνες εμφανίζονται στη διάρκεια της ζωής του πλανήτη, ως μόνιμοι σχηματισμοί της επιφάνειας της γης, στην ουσία όμως είναι γεωλογικά προσωρινοί. Είναι γνωστό ότι οι λίμνες αποτελούν σημαντικούς υγροτόπους, ευαίσθητα οικοσυστήματα ανυπολόγιστης αξίας για την οικονομία της φύσης, τη λειτουργία της και την περιβαλλοντική μας κληρονομιά. Συνήθως αποτελούν θύλακες βιοποικιλότητας δεδομένου ότι μεγάλος αριθμός απειλούμενων ειδών πανίδας και χλωρίδας διαβιούν σε αυτές. Οι λίμνες της Ηπείρου αποτελούσαν και αποτελούν "καταφύγια" πολλών οργανισμών, ενώ καλύπτουν αναπτυξιακές και παραγωγικές απαιτήσεις της περιοχής. Αντιμετωπίζουν σωρεία ανθρωπογενών πιέσεων που εντοπίζονται κυρίως στην παρουσία ρύπανσης και μόλυνσης, έντονων ευτροφικών συνθηκών, μείωσης της βιοποικιλότητας, εισβολή ξενικών ειδών, παρουσία τοξινών. Παράλληλα σε θεσμικό επίπεδο υπάρχουν πολλές και αλληλοσυγκρουόμενες χρήσεις, ελλιπές θεσμικό πλαίσιο προστασίας, ενώ η καθοριστική Ευρωπαϊκή Οδηγία (2000/60) δεν έχει ακόμη εφαρμοσθεί αν και οφείλουμε ως "κράτος- μέλος" να αποκτήσουμε, βάσει της Οδηγίας, καλή οικολογική ποιότητα υδάτων μέχρι το έτος 2015. Τέλος, στην επικείμενη έρευνα γίνεται προσπάθεια αξιολόγησης των ιστορικών ανθρωπογενών και φυσικών παρεμβάσεων, παρουσιάζονται δείκτες βιοποικιλότητας, και αναδεικνύονται ρόλοι περιβαλλοντικών παραγόντων.
This study is about the assessment of ecological status of two mountain lake ecosystems of Epirus (Pamvotis and Drakolimni). Τhe first ecosystem (Pamvitis) accepts numerous interventions with an impact on biodiversity while the second one is classified as alpine and thus requires a specific approach. The aim of this study is to investigate how these systems work, having macrophytes as a basis for comparison. Macrophytes are primary producers. These plants constitute a very important component in lakes by providing habitat for various groups of organisms (fish, macroinvertebrates, and zooplankton, see e.g. Jeppesen et al. 1998). Furthermore, in this study, there was an overview of an intercalibration exercise of macrophytes composition that has been done among seven Member States. The Member States have different ideas about how to assess macrophytes composition. All EU Member States are required to establish such methods for the different biological quality elements (phytoplankton, benthic macroinvertebrates, fish, macrophytes, etc.). The methods of Germany and Netherlands are presented along with an attempt to apply them in two lake ecosystems.