Αναμφίβολα η Ε.Ε. θεωρείται σήμερα, μαζί με τις Η.Π.Α., μια από τις μεγαλύτερες αγορές γεωργικών προϊόντων και τροφίμων στον πλανήτη, αφού τα περίπου 500 εκ. των εν δυνάμει καταναλωτών της είναι σε θέση να πληρώνουν ικανοποιητικά για την κάλυψη των – πραγματικών ή κατασκευασμένων – αναγκών τους, γεγονός που την καθιστά έναν από τους κυριότερους παγκόσμιους ρυθμιστές των εμπορικών συναλλαγών, με ιδιαίτερα βαρύνουσα ψήφο στις διαδικασίες και αποφάσεις του Π.Ο.Ε. Όμως η αρχική κατάσταση ήταν εντελώς διαφορετική για την Ευρώπη στα μέσα της δεκαετίας του ’40. Η επικρατούσα ένδεια και υστέρηση γεωργικής παραγωγής ώθησε τις ευρωπαϊκές χώρες στη μορφοποίηση μιας Κοινής Γεωργικής Πολιτικής, κατ’ ουσία μια εξέλιξη του συστήματος αγροτικών επιδοτήσεων των Ηνωμένων Πολιτειών, η οποία τελικά αποτέλεσε τη βάση της δημιουργίας της Ευρωπαϊκής Ένωσης. Η αρχική προστατευτική πολιτική της Ένωσης ήταν τόσο επιτυχής που σύντομα όχι μόνο εμφάνισε επάρκεια, αλλά και άρχισε να εξάγει και να πλουτίζει μέσω αυτών των εξαγωγών. Η Κοινή Αγροτική Πολιτική (Κ.Α.Π.), ήταν πλέον το σημείο αναφοράς των ευρωπαϊκών κρατών και μια πολιτική που εφαρμόσθηκε σε όλα ανεξαιρέτως τα κράτη μέλη. Είναι γεγονός ότι κανένα κράτος μέλος της Ε.Ε. δεν έχει πλέον το δικαίωμα να εφαρμόσει ιδιαίτερες τοπικές γεωργικές πολιτικές, η μη μόνο την Κ.Α.Π., καθώς ακόμη και οι διαρθρωτικές δράσεις οι οποίες παραλάσσουν από κράτος σε κράτος, εν τούτοις επίσης απορρέουν από την ίδια κοινή γεωργική πολιτική. Η παρούσα εργασία συνεπώς είχε ως αφετηρία της την διερεύνηση του τρόπου με τον οποίο η Ευρωπαϊκή Ένωση, πενήντα περίπου χρόνια μετά τη σύστασή της και αφού έχει πλέον εδραιωθεί ως κυρίαρχη δύναμη, μελετά, εξετάζει, κρίνει και εφαρμόζει την κοινή γεωργική της πολιτική. Κατ’ επέκταση, αναζητούμε τις επιδράσεις που είχε η εφαρμογή αυτή διαχρονικά στη διαμόρφωση του ελληνικού αγροτικού χώρου, καθώς επίσης και την απόκλιση που παρουσιάζει σε σύγκριση με την αξιοβίωτη ολοκληρωμένη ανάπτυξη Αναλυτικά, η μεθοδολογία που ακολουθήθηκε έχει ως εξής: Αρχικά συντίθενται οι δύο βασικές έννοιες που αποτελούν τα θεμελιώδη στοιχεία του πυρήνα αυτής της εργασίας (Κεφ. 1) με παράθεση των εννοιών της ανάπτυξης και των υβριδίων της, δηλαδή της «αειφορικής» ή «βιώσιμης» ανάπτυξης, ενώ παράλληλα γίνεται αναφορά στην έννοια, τον ορισμό, τις διαστάσεις και τις κατηγορίες των αγροτικών περιοχών, καθώς επίσης και τις βασικές εξελίξεις στο ρόλο, τη λειτουργία τους και τα αναπτυξιακά τους προβλήματα στη βάση των εθνικών και ευρωπαϊκών πολιτικών επιλογών. Κατόπιν εισάγεται η έννοια της αξιοβίωτης ολοκληρωμένης ανάπτυξης, οι στόχοι, οι προϋποθέσεις, οι διαδικασίες και η δυναμική της και γίνεται αναφορά στη σχέση της με τον αγροτικό χώρο. Στα επόμενα κεφάλαια παρουσιάζονται αναλυτικά οι ευρωπαϊκές πολιτικές ανάπτυξης που επηρέασαν ιστορικά την ελληνική γεωργία, αλλά και επέβαλλαν τις όποιες εθνικές πολιτικές που ακολουθήθηκαν στον αγροτικό τομέα. Αρχικά παρουσιάζεται αναλυτικά και ιστορικά η Κοινή Αγροτική Πολιτική (Κεφ. 2), οι στόχοι και οι κατευθυντήριες γραμμές της, τα πεδία δράσης της, καθώς επίσης και οι πολλαπλές αναθεωρήσεις της στο πλαίσιο των διαπραγματεύσεων με τον Παγκόσμιο Οργανισμό Εμπορίου. Ταυτόχρονα επιχειρείται μια κριτική προσέγγιση των αρχικών της στόχων και των μεταρρυθμίσεών της από το 1992 μέχρι σήμερα και γίνεται αναφορά στις πιθανές επιπτώσεις από την επικείμενη νέα αναθεώρησή της, ενώ παρουσιάζονται τα κίνητρα και οι μεθοδεύσεις της σε αντιδιαστολή με την ολοκληρωμένη αξιοβίωτη ανάπτυξη του αγροτικού χώρου. Ακολούθως περιγράφονται αναλυτικά οι διαρθρωτικές πολιτικές της Ευρωπαϊκής Ένωσης από τη δεκαετία του ’70 μέχρι και σήμερα, όπως εφαρμόσθηκαν στην Ελλάδα, ξεκινώντας από τα Μεσογειακά Ολοκληρωμένα Προγράμματα, το Πρόγραμμα Δράσης Agenda 2000 και κάνοντας ειδικότερες αναφορές στις διάφορες «στρατηγικές» του Υπουργείου Αγροτικής Ανάπτυξης και Τροφίμων σχετικά με την αναδιάρθρωση του ελληνικού αγροτικού χώρου (Κεφ. 3). Στη συνέχεια προσεγγίζονται κριτικά και αξιολογούνται οι στόχοι, οι στρατηγικές και οι εμπειρίες από την εφαρμογή των πολιτικών αυτών σε σχέση με την αξιοβίωτη ολοκληρωμένη ανάπτυξη. Το τελευταίο τμήμα περιλαμβάνει αρχικά την εξαγωγή βασικών συμπερασμάτων από την μέχρι σήμερα εφαρμογή της κοινής γεωργικής πολιτικής, καθώς επίσης και προβληματισμούς για την ανάγκη ύπαρξής της, ενώ καταλήγει στην παρουσίαση προτάσεων με βάση τη θεωρία της ολοκληρωμένης ανάπτυξης (Κεφ. 4). Σαν επίλογος παρατίθεται η πρόσφατη περιδίνηση της χώρας ως αποτέλεσμα, εκτός των άλλων, επίσης και της στρεβλής αγροτικής πολιτικής επιδοτήσεων που ακολουθήθηκε και αναδύεται όσο ποτέ άλλοτε η ανάγκη για στροφή της χώρας σε ένα μοντέλο ανάπτυξης συμβατό με την αξιοβίωτη.
Undoubtedly, the EU is currently regarded, along with the U.S.A., as one of the largest markets for agricultural products and food on the planet, since its more or less 500 million potential consumers are able to sufficiently pay so as to cover - real or fabricated - needs, proclaiming it one of the major global trade regulators, with a particular casting vote in the proceedings and decisions of the World Trade Organization (WTO). Of course, the initial situation was completely different in Europe in the mid 40s. The prevailing poverty and under-agricultural production led the European countries to form a Common Agricultural Policy (CAP), essentially an evolution of the system of farm subsidies earlier applied in the United States, which eventually formed the basis for the creation of the European Union itself. The initial protective policy of the Union was so successful that soon, not only did it prove out to be adequate, but began extracting and enriching them through exports as well. The Common Agricultural Policy (CAP), from then on formed a benchmark for every country member of the Union and a policy to be implemented in all Member States, without exception. It holds true that no Member State of the EU has any longer the right to implement specific local agricultural policies, apart from the CAP, when even the structural actions that vary from state to state, also flow from it. The present study therefore initially starts investigating the way in which the European Union, fifty years after its inception and its establishment as a firm and dominant power, may study, examine, approve and implement its Common Agricultural Policy. Thus, we investigate the effect that its application had to the formulation of the Hellenic countryside over time, as well as the difference shown in comparison to the overall concept of the worth-living integrated development of the rural areas. Analytically, the methodology used proceeds as follows: In the beginning, the two key concepts, that are the fundamental elements in the kernel of the present thesis (Chapter 1), are juxtaposed. Development , along with the hybrid meanings of “sustainable” or “viable” development, is interweaved with the meaning, the definition, dimensions and categories of rural areas, as well as any key progress made in the role, function and development problems on the basis of national and European political choices. We then proceed to introduce the concept of the worth-living integrated development, its objectives, conditions, processes and dynamics and finally refer to its relationship with the rural areas In the subsequent chapters we present in detail the development of the European policies which historically affected Hellenic agriculture, but also imposed every national policy that followed in the agricultural sector. The European Common Agricultural Policy (Cap 2), is presented in detail, its objectives and guidelines, its fields of action, as well as its various revisions, in the light of the ongoing negotiations with the World Trade Organization. At the same time we attempt a critical approach of its initial objectives and the reforms from 1992 up to now, while referring to any possible consequences and presenting the motivations and manipulations in comparison to the rural areas worth-living integrated development. In the following section, the EU structural policies, as implemented in Greece, are described, starting from the Integrated Mediterranean Programmes, the Programme of the Agenda 2000 Action, while making specific references to the various "strategies" of the Ministry of Rural Development and Food held in the restructuring of the Hellenic rural areas (Chapter 3). Then the objectives, strategies and experiences in implementing these policies are approached critically, evaluating them towards the worth-living integrated development. The last section includes firstly the key findings arising by the application of the Common Agricultural Policy, as well as various concerns about the need for its existence, and concludes with the presentation of proposals according to the theory of integrated development (Ch. 4). As an epilogue to the recent spin out of the country as a result of, among other things, the application of a distorted agricultural subsidiary policy, the need for developing the country and its rural sector according to the model of the worth-living integrated development emanates stronger than ever.