Η διάλεξη πραγματεύεται τη σχέση αρχιτεκτονικής, εξουσίας και πολιτικής ιδεολογίας στα δημόσια εμβληματικά κτήρια. Αυτή η σχέση αναδεικνύεται μέσα από τη μελέτη της Casa del Fascio του Giuseppe Terragni, κτήριο το οποίο αρχικά αποτέλεσε τον οίκο του φασισμού στο Κόμο, στη συνέχεια εντάχθηκε ομαλά στη μεταπολεμική δημοκρατική Ιταλία και τελικά θεωρήθηκε οίκος του λαού και σύμβολο της δημοκρατίας. Με αυτόν τον τρόπο, τίθεται το ευρύτερο ερώτημα κατά πόσο είναι δυνατόν, κτήρια που σε κάποια ιστορική στιγμή ταυτίστηκαν και φορτίστηκαν με μια συγκεκριμένη πολιτική ιδεολογία, στη συνέχεια να αφομοιώνονται και να συνδέονται με κάποια εντελώς διαφορετική πολιτική ιδεολογία. Κατά πόσο δηλαδή είναι εύλογοι οι χαρακτηρισμοί «φασιστική» ή «δημοκρατική» αρχιτεκτονική? Η διερεύνηση αρχικά ισχυρίζεται ότι δεν υπάρχει μονοσήμαντη ταύτιση ανάμεσα στην αρχιτεκτονική και τις εφήμερες πολιτικές βλέψεις ή τις εκάστοτε προθέσεις του αρχιτέκτονα, καθώς η μακραίωνη παρουσία του κτιστού περιβάλλοντος τού επιτρέπει να αφομοιώνει διαφορετικές πολιτικές ιδεολογίες. Αντιθέτως, η σχέση της αρχιτεκτονικής με την εξουσία λειτουργεί πολυεπίπεδα, αποτυπώνοντας τις βαθύτερες κοινωνικές και εξουσιαστικές δομές, αλλά και παραγωγικά συστήματα. Τέλος αποδεικνύεται ότι το πολιτικό περιεχόμενο της αρχιτεκτονικής δεν αποτελεί εγγενή ιδιότητα της αρχιτεκτονικής, αλλά είναι συνυφασμένο με το ευμετάβλητο πλαίσιο νοηματοδότησής του. Αυτοί οι πολιτικοί συνειρμοί της αρχιτεκτονικής εξαρτώνται από τις εκάστοτε πολιτικές πρακτικές, κοινωνικές δυναμικές και υποκειμενικές αναγνώσεις, ενώ καθοριστικό ρόλο διαδραματίζουν οι συλλογικές μνήμες.
This dissertation provides a thorough examination of the relationship between architecture, power and politics in public buildings. This relationship is unravelled through the investigation of the Casa del Fascio in Como (by Giuseppe Terragni), a building that was initially perceived as the house of fascism (Casa del Fascio), but that was later integrated into post-war democratic Italy as a symbol of democracy and renamed house of the people (Casa del Popolo). As a result, the following issues arise: how is it possible for buildings that during one historical period are associated with a particular political ideology, to be considered later, under a different historical context, representative of a completely opposite ideology; how apt are the characterizations ‘fascist’ or ‘democratic’ architecture? This investigation demonstrates that the association between architecture and the ephemeral political status quo or even the architect’s intentions is not univocal. The permanence of the built environment allows it to adapt to different political ideologies. Therefore, this relationship must be examined deeper, so as to reveal power structures and to indicate types of societies and economic systems. Furthermore, it is illustrated that the political content of architecture is not an inherent attribute of architecture, but, rather, is related to a temporal framework by which it is encoded. Therefore, the political associations of architecture depend on the political practices, social dynamics, subjective readings and collective memory of the time.