Η βασική επιθυμία του Theodor Adorno σε σχέση με τη φιλοσοφική ερμηνεία του Τέλους του Παιχνιδιού του Samuel Beckett ήταν να καταστεί εμφανές ότι η κριτική της οντολογίας είναι ένα από τα βασικά θέματα της ερμηνείας που επιχειρεί στο Trying to Understand Endgame (1961). Στο συγκεκριμένο δοκίμιο, μπορούν να εντοπισθούν εκείνα τα στοιχεία που αποτέλεσαν τη βάση τόσο της Αρνητικής Διαλεκτικής (1966), όσο και της Αισθητικής Θεωρίας (1969). Για αυτό το λόγο, στο πρώτο μέρος της παρούσας διατριβής αναλύεται το Trying to Understand Endgame προκειμένου να διαφανούν τα κύρια σημεία της κριτικής του Adorno απέναντι στη θεμελιώδη οντολογία του Martin Heidegger, όπως αυτή διατυπώνεται στο Είναι και Χρόνος, καθώς και στους εκπροσώπους της υπαρξιακής οντολογίας, Karl Jaspers και Jean – Paul Sartre. Παράλληλα, το έργο του Beckett αναλύεται προκειμένου να υποστηριχθούν εκείνα τα σημεία που συμβάλλουν στην οικειοποίηση του Τέλους του Παιχνιδιού από τον Adorno, τόσο προς την κατεύθυνση της κοινωνικής κριτικής, όσο και στη διατύπωση μιας νέας φιλοσοφικής αισθητικής μετά τις αισθητικές θεωρήσεις των Kant και Hegel. Προκειμένου να φανούν καλύτερα οι θέσεις του Adorno τόσο για το ζήτημα της πολιτικής παρέμβασης των έργων τέχνης, όσο και της διασύνδεσης ανάμεσα στην κοινωνική κριτική και τη μορφή του έργου τέχνης αναλύονται επίσης διεξοδικά τα δοκίμια Commitment (1962) και Extorted Reconciliation: On Georg Lukács ‘Realism’ in Our Time (1958). Στο δεύτερο και τρίτο μέρος της διατριβής, αναλύονται η Αισθητική Θεωρία και η Αρνητική Διαλεκτική αντίστοιχα. Βασική επιδίωξη αποτελεί η ανάδειξη τόσο της συνάφειας, όσο και της συμπληρωματικότητάς τους, στοιχείο που αποτελεί και την κύρια συνεισφορά της παρούσας διατριβής. Σε αυτό το πλαίσιο, η Αισθητική Θεωρία μπορεί να ερμηνευτεί ως μία προσπάθεια να διατυπωθεί εκείνη η φιλοσοφική αισθητική που θα έδινε τη δυνατότητα στο μεμονωμένο έργο τέχνης να διατηρήσει την κριτική του αιχμή και την αυτονομία του. Αντίστοιχα, η Αρνητική Διαλεκτική μπορεί να θεωρηθεί ως εκείνη η προσπάθεια να διατυπωθεί μία φιλοσοφία που θα επέτρεπε στη μη ταυτότητα και το συγκεκριμένο να υπάρχουν πέρα από τις θεωρήσεις του θετικισμού και των νέων οντολογιών. Σε αυτές τις θεωρήσεις ο Adorno έβλεπε, είτε με τη μορφή της κατάφασης του υπάρχοντος στην πρώτη περίπτωση, είτε με την οντολογικοποίηση του οντικού στη δεύτερη, την εδραίωση μίας φιλοσοφίας που αγνοούσε την αναπόδραστη διαλεκτική σχέση υποκειμένου – αντικειμένου, οδηγώντας τόσο στην άκριτη αποδοχή της πραγματικότητας, όσο και σε μια συνεχή υποβάθμιση της υποκειμενικότητας, του στοχασμού και της συνείδησης. Τέλος, η συγκεκριμένη ανάλυση πλαισιώνεται από την εξέταση των Τριών Μελετών για τον Hegel (1963) και της Διαλεκτικής του Διαφωτισμού (1944) αποσκοπώντας στην καλύτερη κατανόηση της φιλοσοφίας του Adorno σε σχέση με τη συγκρότηση της υποκειμενικότητας, αλλά και του αστερισμού των εννοιών της αλήθειας, του είναι και της αυτοσυνείδησης.
The basic aim of Theodor Adorno in relation to the philosophical interpretation of Samuel Beckett’s Endgame was to make clear that the critique of ontology is one of its key themes. In Adorno’s Trying to Understand Endgame (1961) one can identify those elements which formed the basis of both Negative Dialectics (1966), and Aesthetic Theory (1969). For this reason, in the first part of this thesis Trying to Understand Endgame is analyzed in order to reveal the focal points of Adorno’s criticism toward Martin Heidegger’s fundamental ontology, as expressed in Being and Time, as well as toward the majors representatives of existential ontology, Karl Jaspers and Jean - Paul Sartre. At the same time, the work of Beckett is analyzed so as to highlight those points that contribute to Adorno’s appropriation of Endgame, both with respect to social criticism and the formulation of a new philosophical aesthetics after the aesthetic considerations of Kant and Hegel. In order to clarify the positions of Adorno both with regard the question of the political impact of artworks and the interface between social criticism and the form of the artwork, the first part is concluded with a comprehensive analysis of Adorno’s essays Commitment (1962) and Extorted Reconciliation: On Georg Lukacs' Realism 'in Our Time (1958). Accordingly, the second and third part of the dissertation unfolds with a thorough examination of Adorno’s Aesthetic Theory and Negative Dialectics respectively. The main goal is to highlight both their affinity and complementarity. This aspect of the thesis figures as its main contribution toward a deeper understanding of Adorno’s philosophical approach. In this context, Aesthetic Theory can be interpreted as an attempt to formulate this kind of philosophical aesthetics that will permit the individual work of art to retain its critical edge and autonomy. Similarly, Negative Dialectics can be seen as a rigorous attempt to formulate a philosophy that would allow non-identity and the concrete to exist beyond considerations of positivism and new ontologies. In these philosophical tendancies Adorno saw a form of affirming the existing in the first case and a way of ontologizing the ontical in the second, thus, Adorno saw the sovereignty of a philosophy that ignores the inevitable dialectical relationship between the sybject and the object leading both the an uncritical acceptance of reality as well as to a continuing degradation of subjectivity, reflection and consciousness. Finally, this analysis is framed by an examination of Three studies on Hegel (1963) and the Dialectic of Enlightenment (1944) aiming at a better understanding of Adorno’s philosophy regarding the constitution of subjectivity and the constellation of concepts of truth , Being and self-consciousness.