Είναι γνωστό ότι σε μια κλιματικά μεταβαλλόμενη εποχή η διαχείριση των υδατικών πόρων αποτελεί ένα μείζον και πολύπλοκο ζήτημα το οποίο απασχολεί έντονα την παγκόσμια κοινότητα τις τελευταίες δεκαετίες.
Πολλές πολιτικές και αρχές διαμορφώθηκαν, με σκοπό την αποτελεσματική προστασία και την ορθολογική διαχείριση των υδάτινων πόρων του πλανήτη. Πολλές από αυτές υποστηρίζουν ότι η τιμολόγηση του νερού είναι δυνατόν να αποτελέσει ένα σημαντικό εργαλείο επίτευξης αειφορικής διαχείρισης των φυσικών πόρων.
Όμως, όπως αναφέρεται στην Ανακοίνωση της Ευρωπαϊκής Επιτροπής «Πολιτικές τιμολόγησης, πολιτικές για την ενίσχυση της αειφορίας των υδάτινων πόρων» (COM (2007) 477 τελικό), οι πολιτικές τιμολόγησης του νερού, προκειμένου να διαδραματίσουν έναν σημαντικό ρόλο στην ενίσχυση της αειφορίας των υδάτινων πόρων, πρέπει να στηρίζονται στην εκτίμηση του κόστους και του οφέλους από τη χρήση του νερού και να συνεκτιμούν τόσο το οικονομικό κόστος της παροχής υπηρεσιών όσο και το κόστος για το περιβάλλον και για τους υδάτινους πόρους. Μία τιμή άμεσα συνδεδεμένη με τις ποσότητες των υδάτων που χρησιμοποιούνται ή με την παραγόμενη ρύπανση, είναι σε θέση να εξασφαλίσει το ρόλο της τιμολόγησης ως σαφούς κινήτρου, για τους καταναλωτές, προς την κατεύθυνση της βελτίωσης της αποδοτικότητας της χρήσης των υδάτων και της μείωσης της ρύπανσης.
Η ΕΕ θεσπίζοντας την Οδηγία Πλαίσιο για τα Νερά 2000/60/ΕΚ, στοχεύει ακριβώς σε αυτό, στην ενσωμάτωση των οικονομικών και περιβαλλοντικών στόχων στις πολιτικές τιμολόγησης του νερού. Γενικά, η ανάκτηση των δαπανώμενων ποσών επιτυγχάνεται μόνο εν μέρει, ενώ το κόστος για το περιβάλλον και τους πόρους εξετάζεται σπανίως. Η ανεπάρκεια των πολιτικών τιμολόγησης του νερού, ειδικότερα, είναι εντυπωσιακή στον τομέα της γεωργίας ειδικά στη χώρα μας, ο οποίος αποτελεί και το μεγαλύτερο καταναλωτή νερού.
Η παρούσα διπλωματική εργασία έχει ως στόχο την κοστολόγηση του αρδευτικού νερού στην περιοχή της Κωπαΐδας λαμβάνοντας υπόψη τις παραμέτρους της Οδηγίας-Πλαίσιο για τα νερά 2000/60/EΚ, για την πλήρη ανάκτηση του κόστους του νερού. Οι παράμετροι αυτοί είναι το χρηματοοικονομικό κόστος, το περιβαλλοντικό κόστος και το κόστος πόρου. Στο πλαίσιο της εργασίας υπολογίζονται και οι τρεις αυτές συνιστώσες και, ακολούθως, διερευνάται η προτεινόμενη από τον οικείο οργανισμό τιμολόγηση του αρδευτικού νερού σε σύγκριση με τα αποτελέσματα της εργασίας και τις απαιτήσεις της Οδηγίας 2000/60.
Αρχικά παρουσιάστηκε το νομοθετικό πλαίσιο, ευρωπαϊκό και ελληνικό, στις αρχές του οποίου βασίστηκε η εργασία. Ακολούθως περιγράφτηκε το εννοιολογικό πλαίσιο του χρηματοοικονομικού κόστους, του περιβαλλοντικού κόστους και του κόστους πόρου, καθώς και οι ευρέως αποδεκτές μεθοδολογίες αποτίμησης τους.
Στη συνέχεια, καταγράφηκαν τα απαιτούμενα για την κοστολόγηση δεδομένα της εξεταζόμενης περιοχής, εκτιμήθηκαν οι περιβαλλοντικές επιπτώσεις και υπολογίστηκαν οι τρεις ανωτέρω διαστάσεις που συνθέτουν το πραγματικό κόστος του αγροτικού νερού.
Από τα συμπεράσματα της μελέτης γίνεται φανερό ότι το συνολικό αρδευτικό κόστος όπως υπολογίστηκε για την περιοχή της Κωπαΐδας είναι πολύ μεγαλύτερο από αυτό που επιβάλλεται στους αγρότες. Μάλιστα το κόστος που χρεώνεται στους καλλιεργητές δεν επαρκεί να καλύψει ούτε το χρηματοοικονομικό.
Τέλος προτείνονται μέτρα στον Οργανισμό Κωπαΐδας που θα τον βοηθήσουν πρωτίστως να είναι βιώσιμος, να προβεί σε ορθή κατανομή του νερού, να αποτρέπει την σπατάλη και τη ρύπανση του πόρου και να επιβάλει κυρώσεις μέσω της χρέωσης σε όσους δεν συμμορφώνονται, καθώς και να βελτιώσει την ποιότητα και την ποσότητα των υδάτινων συστημάτων της περιοχής, αλλά και να ανταπεξέλθει στις επιταγές της Οδηγίας.
It is common knowledge that within an era of climatic shifts the management of water resources comprises a major and rather complicated issue, which has been puzzling to the global community over the past decades.
There have been several policies and principles implemented, aiming at an effective protection and a rational management of the planet’s water resources. A number of those maintain that water pricing may potentially prove a significant tool in achieving a viable management of natural resources.
Yet, according to the European Committee Announcement “Pricing Policies, policies for enhancing the viability of water resources” (COM (2007) 477 final), if water pricing policies are to play a significant role in enhancing the viability of water resources, they have to be based on an appreciation of cost and benefit of water use and also to apprise both the financial cost of service supply as well as the cost to the environment and the water resources. A price which is directly linked to the quantities of water used or to the pollution produced, may ensure the role of pricing as obvious motivation, on the part of the consumers, towards an enhancement in the efficiency of water use as well as a decrease in pollution levels.
By establishing the Water Framework Directive 2000/60/EK, the EE is aiming at exactly that, an implementation of the financial and environmental targets within the water pricing policies. Generally speaking, recuperation of the expended amounts is only partially achieved, whereas the cost to the environment and the resources is rarely examined. The inefficiency of water pricing policies, more specifically, is impressive in the field of agriculture, especially in our country, a field which comprises the greatest water consumer.
The aim of the present paper is to price the irrigation water in the area of Kopaida, taking into consideration the variables of the Water Framework Directive 2000/60/EK, for the full recuperation of the water cost. These variables are the financial cost, the cost to the environment and the cost of resource. Within the frame of this paper, all three variables are calculated, and then the pricing of the irrigation water as suggested by the familiar organisation is investigated in comparison to the results of this paper and the exigencies of the Directive 2000/60.
Initially, the legal framework, both European and Greek, on which the present paper was based was presented. Then, there was a description of the conceptual frame of the financial cost, the environmental cost and the resource cost, as well as the widely accepted methodologies for their assessment.
Following this, there was a recording of the necessary for the pricing data
in the examined area, an evaluation of the environmental ramifications and a calculation of the three aforementioned dimensions composing the real cost of the agricultural water.
Based on the conclusions of this paper, it is clear that the total irrigation cost as calculated for the Kopaida area is by far greater than the one imposed on the farmers. Indeed, the cost charged on the farmers is barely enough to cover the financial cost.
Finally, there are several measures suggested to the Kopaida Organisation, aiming at assisting it in becoming sustainable, in taking steps toward a correct distribution of water, in avoiding waste and pollution of the resource and in imposing fines through the billing on those who do not comply, as well as in improving the quality and quantity of the area’s aquatic systems, and finally in living up to the exigencies of the Directive.