Η ιλιγγιώδης ταχύτητα ανάπτυξης του παγκόσμιου πληθυσμού σε συνδυασμό με το έντονο φαινόμενο της αστικοποίησης των τελευταίων χρόνων έχει οδηγήσει στη συσσώρευση μεγάλου αριθμού ανθρώπων και στη συγκέντρωση μεγάλου τμήματος της εμπορικής και βιομηχανικής δραστηριότητας μιας χώρας σε περιορισμένους από πλευράς έκτασης αστικούς χώρους. Αυτό έχει ως αποτέλεσμα να δημιουργείται πληθώρα προβλημάτων στα αστικά κέντρα, όπως έλλειψη ζωτικού χώρου αφού οι δρόμοι και κατ΄ επέκταση τα αυτοκίνητα καταλαμβάνουν όλο και περισσότερο χώρο και δυσκολία μετακίνησης των κατοίκων στα αστικά κέντρα λόγω της κυκλοφοριακής συμφόρησης των οχημάτων. Τα προβλήματα αυτά με τη σειρά τους έχουν αρνητικές επιπτώσεις στην ανθρώπινη υγεία προκαλώντας άγχος, νεύρα, καρδιοαγγγειακές παθήσεις, νοσήματα του αναπνευστικού στους πολίτες των μεγάλων αστικών κέντρων και παράλληλα υποβαθμίζοντας την ποιότητα ζωής τους. Ως επιστημονική απάντηση σε αυτό το φάσμα των κοινωνικών επιπτώσεων παρουσιάζεται τα τελευταία χρόνια η αυξανόμενη τάση αξιοποίησης του υπόγειου χώρου για την ανάπτυξη δραστηριοτήτων υποδομής. Η τάση αυτή που εμφανίζεται τόσο σε παγκόσμιο όσο και σε εθνικό επίπεδο επιβεβαιώνει καθημερινά τη δυναμική των υπογείων έργων στην αντιμετώπιση των σύγχρονων προβλημάτων. Έργα όπως τα υπόγεια δίκτυα συγκοινωνίας που επεκτείνονται όλο και πιο πολύ, χώροι διάθεσης επικίνδυνων αποβλήτων, χώροι στάθμευσης, δημιουργούν μια ανάσα στις αποπνικτικές αστικές πόλεις. Ωστόσο, το κόστος κατασκευής τους είναι ιδιαίτερα υψηλό έναντι κάποιων επιφανειακών έργων και για αυτό ακριβώς το λόγο πολλές φορές αποφεύγονταν μέχρι σήμερα. Με βάση όμως κάποιες αξιολογήσεις που εξετάζουν τα οικονομικά οφέλη των έργων αυτών είναι δυνατόν να αποδειχθεί πως τα υπόγεια έργα αποτελούν την οικονομικότερη λύση. Μια τέτοια οικονομική αξιολόγηση αποτελεί η κοινωνική ανάλυση κόστους οφέλους που υπαγορεύεται πλεόν από τις Κοινοτικές Οδηγίες για την απόφαση μιας υπόγειας κατασκευής. Στην κοινωνική ανάλυση κόστους – οφέλους μελετώνται τα κοινωνικά και περιβαλλοντικά οφέλη που θα επιφέρει το έργο, αποτιμώνται με μεθόδους περιβαλλοντικής οικονομίας σε οικονομικά αγαθά με αποτέλεσμα να αποδείξουν πως τα ποσά χρημάτων που θα επενδυθούν για το εν λόγω έργο θα αποφέρουν σημαντικά κέρδη καθιστώντας την επένδυση βιώσιμη. Σε αυτό το πλαίσιο στηρίζεται και η συγκεκριμένη διπλωματική εργασία. Πραγματοποιεί κοινωνική ανάλυση κόστους οφέλους της επέκτασης της Γραμμής 3 του Μετρό Αιγάλεω – Χαϊδάρι με σκοπό την αποτίμηση των περιβαλλοντικών και κοινωνικών επιπτώσεων του έργου. Αρχικά μελετώνται τα τέσσερα εναλλακτικά σενάρια χρηματοδότησης του έργου (Δανεισμός, Κοινοτική Συνδρομή, Πρόγραμμα Δημοσίων Επενδύσεων) και μετά εφαρμόζεται η χρηματοοικονομική ανάλυση της επέκτασης του έργου. Τα αποτελέσματα της χρηματοοικονομικής ανάλυσης αποδεικνύουν πως ανεξαρτήτως χρηματοδοτικού σεναρίου η επένδυση κρίνεται μη βιώσιμη. Στη συνέχεια αναγνωρίζονται και αποτιμώνται με οικονομικούς όρους οι κοινωνικές και περιβαλλοντικές ωφέλειες της κατασκευής και λειτουργίας του έργου. Επίσης, απαραίτητο στοιχείο για την κοινωνική ανάλυση είναι και η μετατροπή των χρηματοοικονομικών τιμών σε καθαρά οικονομικές τιμές, χωρίς δηλαδή τις φορολογικές συνιστώσες (Φ.Π.Α, ασφαλιστικές εισφορές). Αφού πραγματοποιηθούν η οικονομική μετατροπή των τιμών και η οικονομική αποτίμηση των αγαθών γίνεται η κοινωνική ανάλυση κόστους – οφέλους για τον υπολογισμό της Κοινωνικής Καθαράς Παρούσας Αξίας (SNPV) και του Κοινωνικού Εσωτερικού Συντελεστή Απόδοσης (SIRR). H κοινωνική ανάλυση απέδειξε πως το έργο θεωρείται βιώσιμο, αφού η SNPV είναι θετική (150.530.000€) και ο SIRR είναι μεγαλύτερος από το βασικό επιτόκιο προεξόφλησης, της τάξης του 12%. Συμπερασματικά, καταλήγουμε στα εξής :
• Με βάση ιδιωτικοοικονμικά κριτήρια το έργο της επέκτασης της Γραμμής 3 από το Αιγάλεω – Χαίδάρι δεν είναι βιώσιμο.
• Ωστόσο, ενσωματώνοντας την αξία από τις κοινωνικές και περιβαλλοντικές ωφέλειες το αποτέλεσμα αντιστρέφεται και το έργο κρίνεται βιώσιμο.
• Η κοινωνική ανάλυση κόστους – οφέλους αποτελεί ένα ιδιαίτερα χρήσιμο εργαλείο στη λήψη αποφάσεων μεγάλων επενδυτικών σχεδίων και για αυτό ακριβώς το λόγο θα πρέπει να λαμβάνεται υπόψιν σε κάθε υψηλού κόστους επένδυσης έργο.
The staggering global population growth, coupled with the intense urbanization trends of the recent years, has led to the concentration of large numbers of people and large parts of the commercial and industrial activity to urban areas of limited space. This has given rise to numerous problems, like lack of vital living space, since roads and cars are taking up more and more space, and problematic commuting caused by traffic congestion. These problems have a knock-on effect on human health, causing stress, anxiety, cardiovascular diseases and respiratory problems to the inhabitants of big urban centres, while degrading the quality of their lives. Recently, the use of underground space for the development of infrastructure activity has been seen as a solution to that pressing problem. This trend, which is evident both on a global and national scale, confirms daily the potential of underground constructions in dealing effectively with contemporary challenges. Works, like the ever-growing underground transport networks, hazardous waste disposal sites and parking lots have been a breath of fresh air for the clogged up cities. The cost of their construction is considerably high, compared to that of corresponding surface works, and that is why they had fallen out of favour, at least until recently. According to some evaluations, however, which take into account the economic benefits resulting from underground works, it is possible for one to prove that such works actually constitute the most cost-effective solution. The social cost-benefit analysis, which today according to the European Directive is a pre-requisite for the decision of every underground construction, is such an economic evaluation method. A social cost-benefit analysis studies the social and environmental benefits resulting from the construction. These benefits, through the method of environmental economics, are assessed as economic goods in order to prove that the huge amounts invested in the project will not only be amortised soon after its completion but the project itself will continue to yield high profits, thus rendering the venture viable. This is the context that forms the basis of the present Thesis. This Thesis does a social cost-benefit analysis of the extension of Line 3 Egaleo - Haidari of Athens Metro with a view to assessing the environmental and social impacts of the project. First it studies the four alternative funding scenarios (Borrowing, European Union Assistance, Public Investments Plan) and then it proceeds with the financial analysis of the extension of the project. The results of the financial analysis prove that, regardless of the funding method, the investment is not viable. Next, the social and environmental benefits of the project are identified and assessed with economic terms. An essential element of social analysis is the conversion of financial values to purely economic values, i.e. without any overheads (VAT, welfare system contributions, etc.). After the conversion of the economic values and the economic valuation of goods, the social cost-benefit analysis, which is necessary for the calculation of the Social Net Present Value (SNPV) and the Social Internal Rate of Return (SIRR) takes place. The social analysis has proven that the project is viable since the SNPV is positive (150.530.000€) and the SIRR is greater than the basic discounting interest rate of 12%. In short, the following conclusions are reached:
1. On purely financial criteria, the project of the extension of line 3 Egaleo-Haidari is not viable.
2. However, taking into account the value of social and environmental benefits, the verdict is reversed and the project is assessed as viable.
3. Social cost-benefit analysis is a highly useful tool when decisions for high investment plans are made and it should be used in every high-investment project.