Abstract:
Η παρούσα διατριβή ασχολείται με τη μελέτη των ρηγμάτων της ανατολικής κεντρικής Ελλάδας με κύριο σκοπό την αξιολόγησή τους από την άποψη της ενεργότητας. Η περιοχή μελέτης καλύπτει ένα τμήμα του Ελλαδικού χώρου στο οποίο υπάρχουν σημαντικές τεκτονικές δομές όπως η τάφρος του ανατολικού Κορινθιακού κόλπου και ο Σαρωνικός κόλπος, το χερσαίο βύθισμα της ευρύτερης περιοχής της Θήβας, η τάφρος του Ευβοϊκού κόλπου, με τα βυθίσματα της Ερέτριας και Κύμης – Αλιβερίου και τέλος τις ακτές του Αιγαίου.
Είναι μια περιοχή που, με εξαίρεση τον ανατολικό Κορινθιακό κόλπο, χαρακτηρίζεται από μέτρια σεισμικότητα, υπάρχει όμως ένας αξιοσημείωτος αριθμός ρηγμάτων, η αξιολόγηση των οποίων θα δώσει το βαθμό της «κρισιμότητας» τους από την άποψη της δυναμικής και της πιθανότητας μελλοντικής δράσης τους.
Για την πραγματοποίησή της έγινε χρήση των μεθόδων της «κλασσικής» γεωλογικής έρευνας, με τη χαρτογράφηση των ρηγμάτων, τον προσδιορισμό των γεωμετρικών και δυναμικών χαρακτηριστικών τους και τη σχετική χρονολόγησή τους με βάση τους πιο πρόσφατους γεωλογικούς σχηματισμούς που αυτά έχουν επηρεάσει. Αυτά συνδυάστηκαν με τη χρήση σύγχρονων μεθόδων και τεχνολογιών όπως είναι ο υπολογιστικός προσδιορισμός του προσανατολισμού των κυρίων αξόνων των τεκτονικών τάσεων που επικρατούν στην περιοχή, η μορφοτεκτονική ανάλυση, η απόλυτη χρονολόγηση, τα Γεωγραφικά Συστήματα Πληροφοριών και τα ψηφιακά μοντέλα εδάφους, αλλά και η συσχέτιση της ανάπτυξης ορυκτών στη ζώνη παραμόρφωσης του ρήγματος (συντεκτονικών) με τις αντίστοιχες τεκτονικές τάσεις που ευθύνονται για τη δράση του.
Διαπιστώθηκε από την έρευνα ότι ενώ για τα περισσότερα ρήγματα τα οποία είναι ενεργά, η ανάλυση των γραμμικών και δυναμικών τους στοιχείων έδειξε ότι το καθεστώς των τεκτονικών τάσεων που είναι υπεύθυνες για την κίνησή τους σε μεγάλο βαθμό ταυτίζεται με το τασικό πεδίο που καταγράφεται από τη σύγχρονη σεισμικότητα, σε ορισμένες περιπτώσεις, ομοίως ενεργών ρηγμάτων, η ταύτιση αυτή δεν παρατηρείται αλλά καταγράφονται τοπικές διαφοροποιήσεις.
Με τη θεώρηση της ιστορικής και σύγχρονης σεισμικότητας και το σκεπτικό ότι ορισμένα ρήγματα μπορεί να ενεργοποιηθούν ακόμη σε περιοχές με χαμηλό ρυθμό επανάληψης ισχυρών σεισμών, όπως έγινε με τους «απρόσμενους» σεισμούς της Κοζάνης του 1995 και της Αθήνας του 1999, τα ρήγματα στην περιοχή έρευνας χαρτογραφήθηκαν και μελετήθηκαν με λεπτομέρεια, και αξιολογήθηκαν με βάση τα γεωλογικά τους χαρακτηριστικά δίνοντας στοιχεία για την εκτίμηση της σεισμικής επικινδυνότητας της περιοχής, με βάση τα νέα τεκτονικά δεδομένα.
Η απόλυτη χρονολόγηση της ηλικίας των ρηγμάτων με τη μέθοδο της Οπτικής Φωταύγειας (OSL), έγινε λαμβάνοντας δείγματα τόσο από τα πιο πρόσφατα ιζήματα του κατερχόμενου τεμάχους όσο και από την επιφάνεια των ρηγμάτων. Διαπιστώθηκε η αξιοπιστία της μεθόδου σε ότι αφορά κυρίως τα ιζήματα που επηρεάζονται από το ρήγμα, ενώ απαιτείται πρόσθετη έρευνα για την εφαρμογή της στη χρονολόγηση των ίδιων των ρηξιγενών επιφανειών.
Τέλος, από την εφαρμογή μεθόδων για την εκτίμηση της ενεργότητας των ρηγμάτων και τη συνεκτίμηση του συνόλου των πραγματοποιηθεισών παρατηρήσεων υπαίθρου, αναλύσεων και απόλυτων χρονολογήσεων, καταλήγουμε στο γενικό συμπέρασμα, ότι όλες οι μέθοδοι συνεισφέρουν κατά περίπτωση άλλοτε περισσότερο και άλλοτε λιγότερο στην προσπάθεια χαρακτηρισμού και αξιολόγησης των ρηγμάτων. Σε κάθε περίπτωση όμως αποδεικνύεται ότι για την αξιόπιστη εκτίμηση του δυναμικού των ρηγμάτων και τις αντίστοιχες πρακτικές εφαρμογές της, απαιτείται η πολυπαραμετρική προσέγγιση και εκτίμηση των δεδομένων.