Περίληψη:
Η παρούσα διατριβή εξετάζει τη Δευτεροβάθμια Τεχνική και Επαγγελματική
Εκπαίδευση (Ε-ΤΕ) στην Ελλάδα και διερευνά τη δυνατότητα ανάπτυξής της και την
επαγγελματική αποκατάσταση των μαθητών των ΕΠΑΛ. Η εξέταση αυτή συντελείται
στα πλαίσια της σκιαγράφησης μιας ιστορικής διαδρομής, της κοινωνιολογικής
θεωρίας, καταλήγοντας σε μια σύμπραξη θεωρίας και έρευνας μέσα από τα
δημογραφικά χαρακτηριστικά των μαθητών του ΕΠΑΛ και τη διερεύνηση των
σημερινών ταυτοτικών χαρακτηριστικών στις απόψεις τους.
Αρχικά παρουσιάζεται η ιστορική ανασκόπηση της ΤΕΕ στην Ελλάδα από το
1830 έως τις τελευταίες μεταρρυθμίσεις της διετίας 2018-2020, εστιάζοντας σε
νομοθετικές μεταρρυθμίσεις και εκπαιδευτικές πολιτικές και πρακτικές που
εφαρμόστηκαν κατά περιόδους. Ενδιαφέρον παρουσιάζει το γεγονός ότι η εξέλιξη της
Τεχνολογικής και Επαγγελματικής Εκπαίδευσης ξεκίνησε στα τέλη του 19ου αιώνα, σε
περίοδο που η ανάγκη για την εφαρμογή τεχνολογικής και επαγγελματικής
εκπαίδευσης κρινόταν αναγκαία για την οικονομική ανάπτυξη του κράτους. Ήταν,
εξάλλου, μια στόχευση σύγχρονη με παρόμοιες κινήσεις των άλλων ευρωπαϊκών χωρών, κυρίως της Γερμανίας και της Αγγλίας, οι οποίες είχαν ήδη αναπτύξει τον βιομηχανικό τους τομέα.
Όμως, σε αντίθεση με τα κράτη αυτά, το υπό διαμόρφωση ελληνικό κράτος δεν
έθεσε ως πρώτο στόχο την οικονομική του ανάπτυξη, εγκλωβισμένο αρχικά στην
ιδεολογία της Μεγάλης Ιδέας και λόγω παγιωμένων αντιλήψεων των ανθρώπων της
εποχής. Έτσι, υπήρξε μάλλον μια καθυστέρηση στην ανάπτυξη της ΤΕΕ και
προσανατολισμός στην παροχή κλασικής εκπαίδευσης. Μόνο κατά τον 20ό αιώνα, και
συγκεκριμένα από το 1959, θα γίνουν οι πρώτες σοβαρές προσπάθειες προς την
κατεύθυνση της επαγγελματικής εκπαίδευσης, οι οποίες θα
ωριμάσουν από το 1977 και έπειτα κατά τη διάρκεια της Μεταπολίτευσης.
Παρουσιάσαμε, έτσι, τις αλλαγές που επήλθαν στο εκπαιδευτικό σύστημα της
επαγγελματικής εκπαίδευσης από τη Μεταπολίτευση έως τις μέρες μας, δίνοντας βάρος
στον τρόπο που αντιμετωπίστηκαν προβλήματα όπως το θεσμικό πλαίσιο, η σύνδεση
της Τεχνικής-Επαγγελματικής Εκπαίδευσης με την αγορά εργασίας και την οικονομία.
Έμφαση δόθηκε στα προβλήματα υποδομών και απουσίας κατάλληλου
προσωπικού που θα μπορούσε να στελεχώσει τις εκπαιδευτικές αυτές μονάδες, καθώς
και στη δυνατότητα να υπάρξει σύνδεση των αποκτούμενων γνώσεων με την
επαγγελματική αποκατάσταση των νέων.
Στη συνέχεια, ως ερευνητικό πεδίο χρησιμοποιούνται τα ΕΠΑΛ της περιοχής
της Αθήνας και κατηγοριοποιούνται οι επιλογές των εκπαιδευομένων αναφορικά με τις
παροχές και τη φοίτηση στο ΕΠΑΛ, καθώς και την επαγγελματική τους
αποκατάσταση. Παρουσιάζεται η ανάλυση των δεδομένων, τα οποία συλλέχθηκαν με
το πρόγραμμα SPSS, και στη συνέχεια η ερμηνεία τους.
Από τα εμπειρικά δεδομένα διαπιστώθηκε ότι, από το δείγμα των 917 μαθητών
των ΕΠΑΛ, οι περισσότεροι είναι άνδρες. Η πλειονότητα δεν είναι κάτοχοι κάποιου
επιπλέον πτυχίου, δεν έχουν ασχοληθεί με την ειδικότητα που επέλεξαν, προέρχονται
από οικογένειες με χαμηλό εισόδημα και με μορφωτικό επίπεδο των γονέων τους είναι
Δευτεροβάθμιας εκπαίδευσης. Οι περισσότεροι έχουν πολιτιστικά ενδιαφέροντα, είναι
γνώστες της πολιτικής κατάστασης, αλλά δεν είναι πολιτικοποιημένοι. Η πλειονότητα
θεωρούν πως η εκπαίδευση που λαμβάνουν θα συμβάλει στην επαγγελματική τους
αποκατάσταση. Τα μαθήματα είναι προσαρμοσμένα στις απαιτήσεις της εποχής,
υπάρχει καλή οργάνωση των εργαστηρίων και οι μαθητές δηλώνουν ικανοποιημένοι
τόσο από τις υποδομές και τις γνώσεις που λαμβάνουν, όσο και από τους
εκπαιδευτικούς τους. Ωστόσο, δεν διευκρινίστηκε σε ποιο βαθμό οι σπουδαστές
συσχετίζουν το επαγγελματικό τους μέλλον με την ικανοποίησή τους από τις παροχές
του σχολείου. Κάποιοι, με μικρότερο βαθμό ικανοποίησης, δεν δέχονται την άποψη ότι
η φοίτησή τους στα ΕΠΑΛ θα βοηθήσει την επαγγελματική τους πορεία. Τέλος, από
τις απόψεις των κοινωνιολόγων, επαληθεύτηκε σε μεγαλύτερο ποσοστό η θεωρία του
ο Bourdieu για την αναπαραγωγή από το σχολείο των διακρίσεων, των κοινωνικών
δομών και των ανισοτήτων. Σε μικρότερο ποσοστό επαληθεύεται η θεωρία του Blumer,
η οποία σημαίνει ότι υπάρχει κοινωνική διάδραση, που αποδίδει νόημα στα πράγματα,
όπως και η θεωρία του Althusser, ότι η ιδεολογία αναπαράγεται από το σχολείο ως
κρατικός μηχανισμός. Σε μικρότερο ποσοστό επαληθεύτηκε η θεωρία του Τσουκαλά
για τις αλλαγές στην εκπαίδευση λόγω των αλλαγών στην κοινωνία και παραγωγικότητα και για το «δημοκρατικό» χαρακτήρα της εκπαίδευσης, επειδή, μάλλον η έρευνά μας αφορά μονάχα τη σύγχρονη περίοδο.