Περίληψη:
Ο στόχος της διατριβής είναι η ανάπτυξη ενός καινοτόμου πλαισίου αξιολόγησης της οικονομικής διακινδύνευσης από τους κινδύνους που σχετίζονται με την κλιματική αλλαγή, προσαρμοσμένο στις ιδιαίτερες ανάγκες και απαιτήσεις του μεταλλευτικού κλάδου. Στο πλαίσιο της διατριβής αναπτύχθηκε η πρώτη, σε διεθνές επίπεδο , μεθοδολογία εκτίμησης της διακινδύνευσης μεταλλευτικών έργων από την κλιματική αλλαγή με την επωνυμία “CLImate Change Economic Risk in the Mining Industry – CLIRMI”. Μέχρι σήμερα, οι όποιες προσπάθειες του εξορυκτικού κλάδου ήταν αποσπασματικές και αφορούσαν στη διακινδύνευση από μεμονωμένους κλιματικούς κινδύνους.Η μεθοδολογία CLIRMI διαθέτει μια σειρά από ιδιαίτερα χαρακτηριστικά καθώς είναι μία από τις λίγες μεθοδολογίες αξιολόγησης διακινδύνευσης που ενσωματώνει στοιχεία ασαφούς λογικής για τη διαχείριση της αβεβαιότητας, που οφείλεται στα διαθέσιμα κλιματικά μοντέλα, στις ειδικές τοπικές συνθήκες, κλπ., και παρέχει τις επιπτώσεις εκφρασμένες σε χρηματικές μονάδες. Χαρακτηρίζεται από ευελιξία καθώς παρέχει δυνατότητα πραγματοποίησης ημι-ποσοτικής ή ποσοτικής ανάλυσης, ανάλογα με τα διαθέσιμα δεδομένα. Έχει επίσης δυνατότητα αξιολόγησης πλήθους κλιματικών φαινομένων καθώς και των αλληλεπιδράσεων και αλληλουχιών αυτών, ενώ δίνει την δυνατότητα εκτίμησης ακόμη και των ευνοϊκών επιπτώσεων από την κλιματική αλλαγή. Ιδιαίτερο χαρακτηριστικό της μεθοδολογίας αποτελεί η αποτίμηση της διακινδύνευσης σε οικονομικούς όρους. Σημαντική είναι επίσης η δυνατότητα να αξιολογεί τις διαφορετικές επιλογές προσαρμογής υπό το πρίσμα της ανάλυσης κόστους-οφέλους, απαραίτητο χαρακτηριστικό , σύμφωνα με τους φορείς του κλάδου, διεθνώς, ώστε η μεταλλευτική να καταφέρει να επιταχύνει τους ρυθμούς ανάπτυξης δράσεων προσαρμογής. Η μεθοδολογία CLIRMI, που αναπτύχθηκε με χρήση Μπεϋζιανών Δικτύων Πεποίθησης, με γνώμονα την ανοικτή αρχιτεκτονική και την ευκολία προσαρμογής στις ανάγκες του τελικού χρήστη, περιλαμβάνει δύο ξεχωριστά μοντέλα Μπεϋζιανών Δικτύων Πεποίθησης που αποτιμούν την οικονομική διακινδύνευση των εξορυκτικών έργων με δύο διαφορετικούς τρόπους: ως ποσοστό του ετήσιου κύκλου εργασιών ή ως ετήσιες οικονομικές απώλειες σε «απόλυτες» χρηματικές μονάδες. Η αξιολόγηση της ορθότητας και αποτελεσματικότητας της προτεινόμενης μεθοδολογίας εξετάστηκε με την βοήθεια ενός υποθετικού μεταλλευτικού έργου που βασίστηκε σε πραγματικά στοιχεία που συλλέχθηκαν από έρευνα που διενεργήθηκε στο πλαίσιο της διατριβής. Συγκεκριμένα, για πρώτη φορά στην Ελλάδα, πραγματοποιήθηκε έρευνα πεδίου σε όλες τις μεταλλευτικές εταιρίες των Κυκλάδων, με σκοπό την συλλογή όλων των απαραίτητων στοιχείων για την επιτυχή διεξαγωγή της πιλοτικής εφαρμογής, αλλά και την άντληση δεδομένων για την ποσοτικοποίηση των επιπτώσεων της κλιματικής αλλαγής και τη διερεύνηση των στάσεων και αντιλήψεων των επαγγελματιών της ελληνικής μεταλλευτικής κοινότητας.Η πιλοτική εφαρμογή απέδειξε ότι το προτεινόμενο μεθοδολογικό πλαίσιο παρέχει όλα εκείνα τα επιθυμητά χαρακτηριστικά. Συγκεκριμένα, δύναται να εξετάσει πολλαπλούς κλιματικούς κινδύνους, καθώς και αλληλουχίες ή αλληλεπιδράσεις αυτών, παρέχοντας τη δυνατότητα στο χρήστη να εντοπίσει τα πλέον τρωτά υποσυστήματα και τα πλέον επικίνδυνα κλιματικά φαινόμενα. Επίσης, μπορεί να συμβάλλει στην αξιολόγηση δράσεων προσαρμογής προσφέροντας χρήσιμα συμπεράσματα αναφορικά με τη μείωση της συνολικής οικονομικής διακινδύνευσης αλλά και την ιεράρχηση των έργων προσαρμογής στη βάση της αποδοτικότητάς τους.