Περίληψη:
Η τέχνη, λέξη προερχόμενη από την αρχαία ελληνική λέξη τίκτω που στα νέα ελληνικά σημαίνει γεννώ, απολαμβάνει πολλών ερμηνειών. Τέχνη είναι η ικανότητα της αποτελεσματικής εκτέλεσης ενός χειρονακτικού έργου, τέχνη είναι και η επαγγελματική ικανότητα που αποκτάται με συνεχή εξάσκηση, τέχνη είναι η επιδεξιότητα. Τέχνη, επίσης, είναι η δημιουργία καλλιτεχνημάτων, η δημιουργία έργων με αξία αισθητική. Οι άνθρωποι που ασκούν την τέχνη με την τελευταία ερμηνεία που της δόθηκε, δηλαδή οι καλλιτέχνες, δεν στοχεύουν στην αποτύπωση της πραγματικότητας, δεν επιδιώκουν την αναπαράσταση των πραγμάτων ή των γεγονότων στη φυσική ή κανονική τους κατάσταση. Οι καλλιτέχνες επιθυμούν να μεταφέρουν μία διαφορετική εντύπωση, μία διαφορετική δυνατότητα των πραγμάτων ανάλογη της ευαισθησίας τους και της οπτικής τους. Οι καλλιτέχνες ανατρέπουν την πραγματικότητα, απαρνούνται το οικείο και το σύνηθες και αναζητούν εκείνο που θα έπρεπε ή θα μπορούσε να ισχύει. Μέσα από ήχους, χρώματα, υλικά, όπως το μάρμαρο και το μέταλλο, μέσα από λέξεις ή από τις κινήσεις του σώματος, ανάλογα με το είδος της τέχνης που ασκούν, οι καλλιτέχνες εξερευνούν «τις δυνατότητες των πραγμάτων και των καταστάσεων που συνθέτουν τη ζωή» (Πελεγρίνης, 1998: 16). Η τέχνη θα γεννήσει ρεύματα, θα πλαισιωθεί με ποικίλες θεωρίες, θα απασχολήσει επιστήμονες και φιλοσόφους, θα εγείρει έντονες αντιρρήσεις, θα γεννήσει ερωτηματικά, θα γίνει πεδίο συζητήσεων, θα επαινεθεί, θα απορριφθεί. Η τέχνη θα αρχίσει να υπάρχει από τη στιγμή που ο άνθρωπος θα αρχίσει να σκέφτεται. Επομένως, όπως και ο άνθρωπος, έτσι και η τέχνη υπάρχει πριν την Ιστορία. Η αχτίνα του ήλιου που θα φωτίσει το πρώτο έργο στο πλαϊνό τοίχωμα ενός σπηλαίου θα είναι και η αχτίνα της αυγής του πρώτου φωτός του ανθρώπινου πολιτισμού.
Το πρώτο αυτό έργο, χωρίς αντίρρηση πια, ήταν μία από τις βραχογραφίες του σπηλαίου Chauvet του παλαιότερου, προς το παρόν, ζωγραφισμένου σπηλαίου. Το σπήλαιο αυτό, μαζί με το σπήλαιο Altamira, αποτελεί το αντικείμενο της παρούσας εργασίας που επιθυμεί και επιδιώκει να κάνει μία σύντομη και κριτική παρουσίαση της τέχνης των σπηλαίων και των ερμηνειών που έχουν προταθεί. Η δομή της υπακούει σε τρεις κατηγορίες, οι οποίες στο σύνολό τους μπορούν να μεταφέρουν μία σχετικά ξεκάθαρη εικόνα του τί συμβαίνει στην παλαιολιθική ζωγραφική. Οι μελετητές της παλαιολιθικής τέχνης δεν είναι ακόμη σε θέση να δώσουν ξεκάθαρες απαντήσεις σε θέματα που αφορούν την ταυτότητά της, κεφάλαιο πρώτο, αν και έχουν αποκαλύψει πολλές εικόνες της, κεφάλαιο δεύτερο, από τις οποίες αν δεν απορρέουν χίλιες λέξεις, απορρέουν πολλές πιθανές εκδοχές της ερμηνείας τους, κεφάλαιο τρίτο.
Πρέπει να υπογραμμιστεί και να μένει πάντα κατά νου ότι η Παλαιοντολογία αντιμετωπίζει τον κλάδο της παλαιολιθικής τέχνης με μεγάλη προσοχή και κάνει αργά βήματα όσο αφορά την πρόοδό της. Τα διακοσμημένα σπήλαια υπάρχουν, αλλά μόνο υποθέσεις μπορούν να γίνουν γύρω από τις αιτίες ή τις αφορμές της δημιουργίας τους, τον τρόπο που δημιουργήθηκαν και τα πρόσωπα που τα δημιούργησαν.
Τελειώνοντας, παρ’ όλο που η παλαιολιθική τέχνη είναι ακόμη θολή και πέρα των όποιων δυσκολιών μπορεί να αντιμετωπίσει ο ερευνητής που καταπιάνεται μαζί της, η συγγραφέας της παρούσας εργασίας θα ήθελε, στο σημείο αυτό, να ευχαριστήσει τον επιβλέποντα καθηγητή της κύριο Β. Καρασμάνη που της έδωσε τη δυνατότητα να καταπιαστεί με ένα ζήτημα μεγάλης αισθητικής αξίας και το κύριο Κ. Θεολόγο για τις παρατηρήσεις του, που τήν βοήθησαν να βελτιώσει και να αποπερατώσει το έργο της.