Το τέλος της δεκαετίας του ’60 στερεί από την πόλη των Τρικάλων ένα κτήριο – τοπόσημο, ένα δημόσιο χώρο έντονης κοινωνικής δραστηριότητας. Στη θέση του ανεγείρεται το κτήριο που θα στέγαζε, μέχρι τις ημέρες των Καλλικράτειων αλλαγών στις Τοπικές Αυτοδιοικήσεις, το Διοικητήριο του Νομού. Οι αλλαγές αυτές αλλά και λόγοι ακαταλληλότητας του συγκεκριμένου σημείου στην πόλη ως υποδοχέα μιας τέτοιας χρήσης, κάνουν την μετεγκατάστασή της πιο επίκαιρη από ποτέ. Στα πλαίσια της διπλωματικής αυτής εργασίας, διερευνάται ο τρόπος με τον οποίο ένα κτήριο άνευ αρχιτεκτονικής αξίας, που ωστόσο, λόγω μεγέθους, θέσης και ιστορικότητας, αποτελεί ένα σημαντικό αστικό συντελεστή, μπορεί να επανανοηματοδοτηθεί. Τόσο μέσα από την πρόταση νέων χρήσεων, συμβατών αλλά και ενισχυτικών των τρεχουσών εξελίξεων στο ρόλο που διαδραματίζει η ευρύτερη περιοχή σε χωροτακτική κλίμακα, όσο και μέσα από την αρχιτεκτονική επεξεργασία του στοιχείου που «δικαιολογεί» την επιλογή συνέχισης της ύπαρξής του: του φέροντος οργανισμού από οπλισμένο σκυρόδεμα. Επιχειρείται η βελτίωση της προσπελασιμότητας των χώρων της ισόγειας στάθμης και της συσχέτισής τους με τις ροές στο γύρω δημόσιο χώρο, ενώ παράλληλα η επεξεργασία των όγκων και των υλικών γίνεται με άξονα την έκφραση μιας καταλληλότερης αστικής κλίμακας, της εξωστρέφειας του συνόλου, αλλά και της οργάνωσης των λειτουργικών ενοτήτων του.
In the end of 1960s, the city of Trikala is deprived of a landmark, a lively public space. A new building takes its place in order to shelter the municipality’s headquarters. Due to its growing incompatibility with the surrounding cityscape, the moving of the current uses is now urgent. The diploma project places its interest on how a building of low architectural value, but of significant size, location and historicity at the same time, can undertake a new meaning. And it is through the proposal of new and up-to-date, with the current planning tactics, uses and also through the architectural refinement of the load bearing structure of reinforced concrete, that this new meaning is to be reached. It is attempted to improve the accessibility of ground floor level and its connection to the flows of the surrounding public space, while the processing of volumes and materials is driven by the expression of a more appropriate urban scale, the openness of the total, as well as the epression of the functional entities.