H ενέργεια είναι καταναλωτικό αγαθό ευρείας χρήσης και συντελεστής παραγωγής σε όλες τις παραγωγικές δραστηριότητες. Η μείωση των αποθεμάτων σε συμβατικά καύσιμα, η συνειδητοποίηση του μεγέθους της υποβάθμισης του περιβάλλοντος από τη χρήση τους, καθώς και η αυξανόμενη ανησυχία για το μέλλον του συντέλεσαν στο να αποτελεί πλέον η ενέργεια έναν από τους κρισιμότερους παράγοντες της ανάπτυξης.
Η εθνική ενεργειακή πολιτική, παραμένοντας συμμορφωμένη στις ευρωπαϊκές επιταγές, έχει αναδείξει ως θέματα υψίστης προτεραιότητας και σημασίας τον περιορισμό της χρήσης των συμβατικών πηγών ενέργειας, την ασφάλεια του ενεργειακού εφοδιασμού, την προώθηση της ενεργειακής αυτονομίας, την αύξηση της ενεργειακής αποδοτικότητας και εξοικονόμησης, την αντιμετώπιση προβλημάτων που σχετίζονται με το περιβάλλον αλλά και την πρόληψη τους.
Υπό την ομπρέλα της βιώσιμης ανάπτυξης ενισχύεται η ολοκληρωμένη εκμετάλλευση, όπου είναι τεχνικά και οικονομικά εφικτό, εγχώριων ανανεώσιμων πηγών ενέργειας ως φραγμός της περιβαλλοντικής υποβάθμισης και μοχλός ανάπτυξης, σύμφωνα με νέα πρότυπα. Ειδικά σε περιοχές με ιδιαιτερότητες όπως οι ορεινές περιοχές όπου το ανανεώσιμο δυναμικό είναι πλούσιο, η εγκατάσταση συστημάτων ΑΠΕ αποτελεί ένα μέσο τόνωσης της τοπικής οικονομίας και διασφάλισης της ενεργειακής επάρκειας με έναν φιλικό προς το περιβάλλον τρόπο.
Στην παρούσα εργασία με χωρικό πεδίο μελέτης το δημοτικό διαμέρισμα (δ.δ.) Καρπενησίου και επιμέρους, τοπικούς στόχους τον περιορισμό της χρήσης συμβατικών πηγών ενέργειας, τη μείωση εκπομπής των επιβλαβών ρύπων, την αύξηση συμμετοχής των Α.Π.Ε. και τέλος τη μείωση του συνολικού κόστους που αντιστοιχεί στην κάλυψη των υπάρχουσων ενεργειακών αναγκών (σε ηλεκτρισμό & των ιδιαίτερα μεγάλων θερμικών), αναζητήθηκε το βέλτιστο ενεργειακό μείγμα μεταξύ των συμβατικών και ανανεώσιμων πηγών ενέργειας.
Αντιμετωπίζοντας την πολυπλοκότητα των θεμάτων ενεργειακής διαχείρισης επιχειρήθηκε η οικονομική αποτίμηση όλων των συνιστωσών του προβλήματος (ιδιωτικά κόστη, περιβαλλοντικό κόστος, κοινωνικό όφελος) και η αναγωγή τους σε μια κοινή βάση. Κατά τη διαδικασία της εύρεσης της βέλτιστης λύσης, εφαρμόστηκε η μεθοδολογία του γραμμικού προγραμματισμού, θέτοντας ως μοναδικό κριτήριο την ελαχιστοποίηση του συνολικού κόστους (Κtot). To κόστος αυτό περιλαμβάνει τα ιδιωτικά κόστη εγκατάστασης και λειτουργίας-συντήρησης, το περιβαλλοντικό κόστος που προκύπτει από τη λειτουργία κάθε μονάδας ενέργειας, καθώς και το κοινωνικό όφελος που προκύπτει από τη δημιουργία νέων θέσεων εργασίας στις μονάδες των Α.Π.Ε. Με αυτόν τον τρόπο κατέστη δυνατός ο μετασχηματισμός ενός πολυκριτηριακού περιβαλλοντικού προβλήματος σε μονοκριτηριακό. Τέλος, μέσω της ανάλυσης ευαισθησίας αποτιμήθηκε η βαρύτητα των παραμέτρων του προβλήματος και προσδιορίστηκαν οι σχέσεις και ο βαθμός αλληλεξάρτησης τους.
Energy is a widely used consumer good and an input in all production activities. The reduction in fossil fuel reserves, the realization of the magnitude of the environmental degradation from their use, as well as the growing concern for the future has helped energy to become one of the most critical factors of development.
The national energy policy, while remaining compliant to European requirements, has made setting limits in the use of conventional energy sources, while supporting energy security, promoting energy independence, increasing energy efficiency and conservation, and preventing problems associated with the environment.
Under the ‘umbrella’ of sustainable development, where technically and economically feasible, the integrated exploitation of domestic renewable energy sources is strengthened given that they act both as a barrier to environmental degradation and as growth engine, according to new standards. Especially in areas with special features such as mountainous regions where renewable resources are rich, the installation of renewable energy systems is a means of stimulating the local economy and ensuring energy efficiency with an eco-friendly manner.
An optimal energy blend between conventional and renewable energy sources has been sought in this work using as case study the Karpenisi municipal district. More specifically, this blend aims at the reduction in the use of conventional sources of energy, the reduction in the emission of harmful pollutants, the increasing participation of renewable energy sources (RES) and, finally, the reduction in the total cost corresponding to the coverage of the existing energy needs (electricity and the very large thermal).
An economic evaluation of all components of the problem (financial costs, environmental costs, and social benefits) and their reduction in a common base has been attempted facing the complexity of energy management. In the process of finding the optimal solution, a linear programming model has been developed, using as criterion the minimizing of the total cost (Ktot). This cost includes the financial costs of installation and operation-maintenance, the environmental cost resulting from the operation of energy units, and the social benefits derived from the creation of new jobs in the RES units. In this way, a multicriteria problem was transformed into a single objective function. Finally, the severity of the parameters of the problem assessed and the relationships and the degree of their interdependence were identified with sensitivity analysis.