Ένας οργανισμός, ο οποίος λειτουργεί στα πλαίσια της οικονομίας της αγοράς, υπάρχει πιθανότητα να υποστεί οικονομικές ζημίες εξαιτίας της πραγμάτωσης ενός μη αναμενόμενου γεγονότος. Η πιθανότητα αυτή καλείται κίνδυνος. Η ιδέα ότι οι επιχειρήσεις θα έπρεπε να διαχειρίζονται την έκθεση απέναντι στους διάφορους κινδύνους είναι σχετικά καινούργια. Τις δύο τελευταίες δεκαετίες η πολυπλοκότητα που έχουν αποκτήσει οι αγορές που οφείλεται κυρίως στις τεχνολογικές εξελίξεις, είχε ως αποτέλεσμα τις απώλειες υψηλών κεφαλαίων από τράπεζες και πολυεθνικές εταιρείες, για την πρόληψη και την αντιμετώπιση τέτοιων φαινομένων ο κλάδος της διαχείρισης κινδύνου (risk management) γνωρίζει ραγδαία ανάπτυξη. Στο πρώτο κεφάλαιο γίνεται μια ιστορική αναδρομή που αφορά όλα τα παραπάνω. Η παρούσα εργασία αναφέρεται κυρίως στη μελέτη του Κινδύνου Αγοράς, ο οποίος οφείλεται στη μεταβλητότητα της αξίας ενός χαρτοφυλακίου επενδύσεων, η οποία οφείλεται στις αλλαγές των αγοραίων τιμών των στοιχείων του ενεργητικού ενός οργανισμού. Στο δεύτερο κεφάλαιο, γίνεται μια συστηματική ανάλυση των κυριότερων οικονομικών παραγόντων που τον επηρεάζουν η μεταβλητότητα συναλλαγματικών ισοτιμιών (currency), σταθερού εισοδήματος (fixed income), ιδίων κεφαλαίων (equity) και τιμών βασικών εμπορευμάτων (commodities) . Στο τρίτο κεφάλαιο παρουσιάζεται η βασική ανάλυση ενός χαρτοφυλακίου με βάση την αρχή της διαφοροποίησης, και η διάσπαση του κινδύνου σε μη συστηματικός κίνδυνος (non–systematic risk) και συστηματικό κίνδυνο (systematic risk). Η έννοια του συστηματικού κινδύνου αποτελεί τη βασική έννοια του μοντέλου αποτίμησης κεφαλαιουχικών περιουσιακών στοιχείων (capital asset pricing model- CAPM) το οποίο προτάθηκε από τον Νομπελίστα William Sharpe το 1964 ως μια προσέγγιση για την αποτίμηση περιουσιακών στοιχείων και χρεογράφων. Επίσης γίνεται αναφορά στη θεωρία αντισταθμιστικής τιμολόγησης (Arbitrage Pricing Theory - ΑΡΤ), που αναπτύχθηκε από τον καθηγητή Stephen Ross. Στα κεφάλαια 4 και 5 αναφέρονται στον γραμμικό κίνδυνο για τον οποίο έχουν αναπτυχθεί τεχνικές αντιστάθμισης στις αγορές συμβολαίων μελλοντικής εκπλήρωσης, όπου στόχος είναι να βρεθεί η βέλτιστη θέση σε συμβόλαιο μελλοντικής εκπλήρωσης η οποία ελαχιστοποιεί τη διακύμανση της συνολικής θέσης, και στον μη γραμμικό κίνδυνο για τον οποίο τα δικαιώματα προαίρεσης είναι σημαντικά αντισταθμιστικά εργαλεία. Ένα μοντέλο που υπάρχουν σημαντικές εμπειρικές ενδείξεις ότι μπορεί να κάνει με επιτυχία πρόβλεψη του κινδύνου είναι το γενικευμένο αυτοπαλίνδρομο υπό συνθήκη ετεροσκεδαστικό μοντέλο (generalized autoregressive conditional heteroskedastic – GARCH) που αναπτύχθηκε από τους Engle (1982) και Bollerslev (1986). Στο κεφάλαιο 6 εισάγουμε μια σειρά από μοντέλα που αποτυπώνουν σημαντικάχαρακτηριστικά των αποδόσεων και είναι αρκετά ευέλικτα ώστε να εξυπηρετήσουν εξειδικευμένα χαρακτηριστικά των τίτλων. Για να την εύρεση των τιμών των παραμέτρων γίνεται χρήση της μεθόδου μέγιστης πιθανοφάνειας, Τα κεφάλαια 7 και 8 γίνεται είναι αφιερωμένα στη μέθοδο Value at Risk. H VaR, είναι μια άμεσα αντιληπτή μέθοδος ποσοτικοποίησης του κινδύνου αγοράς, ο οποίος σχετίζεται με τη μεταβλητότητα των αγοραίων τιμών των επενδύσεων ενός χαρτοφυλακίου. Τυπικά, η VaR μετρά τη χειρότερη αναμενόμενη απώλεια χρημάτων υπό κανονικές συνθήκες αγοράς, για δεδομένο χρονικό ορίζοντα και για δεδομένο επίπεδο εμπιστοσύνης. Για παράδειγμα, το υπολογιζόμενο 99% ημερήσιας (daily) VaR είναι το χρηματικό ποσό-σημείο αναφοράς, έτσι ώστε ένα επενδυτικό χαρτοφυλάκιο να αναμένεται να υποστεί ζημιές μικρότερες αυτού του ποσού μέσα σε ένα χρονικό διάστημα 99 ημερών σε σύνολο 100. Οι κυριότεροι παράγοντες κινδύνου, εκτός από τον Κίνδυνο Αγοράς, είναι ο Πιστωτικός Κίνδυνος, ο Κίνδυνος Ρευστότητας, ο Λειτουργικός Κίνδυνος, ο Νομικός / Κανονιστικός Κίνδυνος και ο Επιχειρηματικός Κίνδυνος. Στο κεφάλαιο 9 παραθέτουμε τους ορισμούς τους και κάποια από τα χαρακτηριστικά τους. Τέλος στο Κεφάλαιο 10 γίνεται μια εφαρμογή υπολογισμού κινδύνου σε χαρτοφυλάκιο, βασισμένη σε όσα αναφέρθηκαν στα κυρίως στα κεφάλαια 6,7 και 8, χρησιμοποιώντας το excel και αρχεία με τις τιμές των Greek FTSE LARGE CAP Index, German DAX Index, German DAX Implied Volatility Index, Dow Jones Industrials, Ισοτιμία Ευρώ / ολάριο, Τιμές Crude Oil και Gold
An organization that operates within the framework of the market economy, is likely to suffer financial losses because of the realization of an unexpected event. This risk is called risk. The idea that companies should manage their exposure towards the various risks is relatively new. Over the last two decades, markets acquired complexity, due mainly to technological developments, resulted in high capital losses by banks and economic organizations. In order to prevent such events, risk management (risk management) knows rapidly development. The first chapter gives a historical overview. This paper mainly refers to the study of market risk, which is due to the variance in value of an investment portfolio, due to changes in market prices of the assets of an organization. In the second chapter, presents a systematic analysis of the key economic factors that affect currency, fixed income, equity and commodities. The third chapter presents the basic analysis of a portfolio based on the principle of differentiation, and disruption of the risk to non-systematic risk and systematic risk. The concept of systemic risk is the basic concept of capital asset pricing model (CAPM) which was proposed by Nobel laureate William Sharpe in 1964 as an approach to the valuation of assets and securities. Also refers to Arbitrage Pricing Theory (APT), developed by Professor Stephen Ross. Chapters 4 and 5 deal with the linear risk for which hedging techniques have been developed in futures markets, where the objective is to find the optimum position in futures contracts which minimizes the variance of the overall position, and in the nonlinear risk for which options are important hedging tools. A model that can successfully predict the risk, with significant empirical evidence, is generalized autoregressive conditional heteroskedastic (GARCH) developed by Engle (1982) and Bollerslev (1986). In chapter 6 we introduce a set of models that capture important characteristics of performance and are flexible enough to accommodate specific characteristics of the securities. Maximum likelihood method is used in order to find the values of parameters. Chapters 7 and 8 are devoted to the method of Value at Risk. VaR, is a method for quantifying market risk, which is associated with the volatility of market prices of investment portfolio. Typically, VaR measures the worst expected loss of money under normal market conditions, for a given time horizon and confidence level. For example, the calculated 99% daily (daily) VaR is the amount-reference point, so that an investment portfolio expected to be damaged less of this amount in a time 99 days in 100.Chapter 9, is devoted to introduce the main risk factors, other than market risk, such as credit risk, liquidity risk, operational risk, legal / regulatory risk and business risk. Finally Chapter 10 is devoted to a portofolio VaR application based on what they referred to mainly in Chapters 6, 7 and 8 using the excel files and the prices of Greek FTSE LARGE CAP Index, German DAX Index, German DAX Implied Volatility Index , Dow Jones Industrials, Exchange Rate Euro / Dollar, Crude Oil Prices and Gold.