Η παρούσα εργασία αφορά τη διερεύνηση του κοινωνικού ρόλου των αρχιτεκτόνων των δεκαετιών ’60 και ’70 με είσοδο το σχολικό κτίριο. Την εποχή εκείνη, κινητήριος δύναμη του αρχιτεκτονικού έργου, υπήρξε η συνειδητοποίηση της κοινωνικής του διάστασης, γεγονός που διαφαίνεται έντονα στον τομέα της σχολικής αρχιτεκτονικής. Η κάθε αρχιτεκτονική λύση κινείται από καθαρά υποκειμενικούς παράγοντες, αλλά πάντα μέσα σε ένα καθορισμένο πλαίσιο που επιβάλλουν οι κοινωνικές συνθήκες. Για το λόγο αυτό, τα σχολικά κτίρια που πραγματοποιούνται διαφέρουν και απαρτίζουν ένα βεληνεκές, που παρουσιάζεται ενδεικτικά μέσα από τα έργα των Κ. Φινέ, Ι. Λιάπη, Τ. Μπίρη, Α. Τομπάζη, Α. Κωστίκα, Τ. Ζενέτο και Α. Ζάννο. Στη συγκεκριμένη εργασία, δεν επιχειρείται μορφολογική ανάλυση και κριτική του παραγόμενου έργου, αλλά αποδίδεται βαρύτητα στην πορεία από τον οραματισμό έως την υλοποίησή του.
The present essay examines the social role of the architects during the decades ’60 and ’70 through the school building. At the time, the awareness of architecture’s social dimension operated as workhorse. This fact appears vividly through school architecture. Each architectural solution is driven by subjective factors which are predefined by social bounds. Therefore, the educational buildings of the examined period, differ and compose a range, which is presented through the work of K. Fine, I. Liapi, T. Mpiri, A. Tompazi, A. Kostika, T. Zeneto and A. Zanno. In this essay, we do not attempt a morphological analysis of the produced school architecture. Emphasis is attributed to the process, that begins with visualization and is completed with the building’s implementation.